Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ePaper

ΗΑΛΗΘΙΝΗΑΙΏΝΙΑ ΠΌΛΗ

ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΡΕΝΤΟΥΛΑ

Η Θεσσαλονίκη είναι Βαλκάνια. Βυζάντιο. Είναι η πιο ευρωπαϊκή πόλη που έχουμε. Είναι Βαρκελώνη, είναι Αμβούργο, είναι Κωνσταντινούπολη, είναι η πιο αυτοκρατορική πόλη που έχουμε. Είναι η πιο όμορφη πόλη που έχουμε. Είναι χωριό, ένα μεγάλο χωριό, μου λένε με νόημα οι ντόπιοι, μια μικρή πόλη, δεμένη, σφιχτή, τεράστια πόλη.

ΞΎΠΝΗΣΑ ΞΗΜΕΡΏΜΑΤΑ. Η πλατεία γλιστράει κάτω από τα πόδια μου. Η πόλη είναι άδεια και αποπνικτική. Από παντού το ορμητικό παρελθόν εκβάλλει σε ένα ασάλευτο παρόν. Η υγρασία σε πλακώνει και κάνει τα γόνατά σου να λυγίζουν. Λεπτό το λεπτό μαλακώνει η αίσθησις, συνηθίζεις. Τραβάω κατά το Καπάνι. Από δω ξεκινώ τη βόλτα μου στην πόλη, μια βόλτα déjà vu: Οι ταπεινές αγορές των πόλεων μέρος της πιο βαθιάς, της πιο ουσιαστικής ζωής τους.

Χταπόδια, σκάροι, ζαβογαρίδες και οι γκαρίδες των ψαρομανάβηδων. Οι λειτουργοί μιας πόλης είναι οι εργάτες της. Σε κάθε πόλη αυτοί είναι η ραχοκοκαλιά της, ακοίμητοι φρουροί της μυστικής ζωής, αμείλικτοι φορείς της αληθινής της ταυτότητας. Τίποτα που δεν εγκρίνουν, που δεν χωνεύουν οι κανονικοί άνθρωποι δεν θα αφήσει αποτύπωμα βαθύ. Το ουζερί του Μήτσου είναι κλειστό. Αγοράζω ελιές, καρβουνάκια για το θυμιατό, μοσχοθυμίαμα αγιορείτικο και μια πεταλούδα πάνω σε ρόδα που ανοιγοκλείνει τα φτερά της, για τη Μαρία. Θα τα ξεχάσω σε λίγο σε ένα καφενείο. Περπατάω παρέα με τον Πεντζίκη. Η Βόρεια Ελλάδα «μοιάζει στον χάρτη να επικάθεται σαν πνεύμα ή τόνος, ψιλή ή περισπωμένη, επί του υπολοίπου ελλαδικού σώματος», λέει.

Βγαίνω από το Καπάνι και βολοδέρνω στην πόλη. Στα γεμάτα κτερίσματα μπουλβάρ της εισπνέεις το βαρύ άρωμα της παλιάς ζωής. Εδώ, πρωί βράδυ, η ιστορία αιωρείται σαν υγρή σκόνη. Γύρω, παντού, κόγχες φαντασμάτων.

Με έχουν φάει οι δρόμοι. Κατά το μεσημέρι πίνω καφέ γαλλικό σε ένα μικρό μαγαζί στην Άθωνος, πίσω από τον Χαρίλαο, από αυτά που δεν τα γράφουν οδηγοί. Βουτάω στον καφέ ένα ωραίο, τραγανό κουλούρι. Κουβεντιάζουμε με τον Πεντζίκη. Μου λέει: «Στη φθαρτή, θνητή σάρκα του ανθρώπου, στη σύσταση του υλικού κόσμου, η γοητεία της αγάπης μπορεί να διαθέσει κατά τέτοιον τρόπο τα μόρια, ώστε τα σώματα να καταστούν πυρίμαχα, αδιάβρωτα στο νερό, ανθεκτικά σε όλων των ειδών τα σκληρά κτυπήματα. Εφ’ όσον υπάρχουν μάνες που γεννάν, μη φανταστείτε ποτέ ότι το μίσος μπορεί να είναι ισχυρότερο από την αγάπη». (Λίγους μήνες μετά, ένα μαύρο τρένο θα τρυπήσει τα σωθικά δεκάδων μανάδων της πόλης.) Περπατάμε. Οι ομορφιές της, και οι ασχήμιες της μαζί, με λιγώνουν, με κυριεύουν, με τρομάζουν. Η Θεσσαλονίκη είναι Βαλκάνια. Βυζάντιο. Είναι η πιο ευρωπαϊκή πόλη που έχουμε. Είναι Βαρκελώνη, είναι Αμβούργο, είναι Κωνσταντινούπολη, είναι η πιο αυτοκρατορική πόλη που έχουμε. Είναι η πιο όμορφη πόλη που έχουμε. Είναι χωριό, ένα μεγάλο χωριό, μου λένε με νόημα οι ντόπιοι, μια μικρή πόλη, δεμένη, σφιχτή, τεράστια πόλη. Στην ιστορία των ελληνικών πόλεων, είναι ίσως η πιο πονεμένη. Πόλη σκληραγωγημένη, πόλη σκληρή, πόλη γλυκεία. Απόλυτη πόλη.

Τη μακρά κρίση τη βίωσε σαν βατερλώ. Θλιμμένη πόλη, σπουδαία πόλη, άντεξε. Η Θεσσαλονίκη είναι ένα διατηρητέο μνημείο όπου άφησαν τις δακτυλιές τους όλες οι φυλές του κόσμου. Ένα όστρακο είναι περασμένων πολιτισμών, πολιτισμών περαστικών και άλλων που ρίζωσαν. Περπατάω ηλεκτρισμένος, παρέα με τον Πεντζίκη. Μας καταπίνει η αποπνικτική θέα στην παραλία, το θαλασσί, το γκριζωπό, το άσπρο απλώνονται μπροστά μας σαν λίμνη από όπου δεν μπορείς να ξεφύγεις. Χανόμαστε στα στενά, στα στενάκια, στα μαγαζάκια. Μας κυνηγούν ψίθυροι. Η Θεσσαλονίκη είναι οι φθορές της. Τα φαντάσματά της. Οι ρεμπέτες. Οι συγγραφείς. Οι εκκλησίες της. Μπαίνω σε κάθε εκκλησία που συναντώ.

Τι κάνει το φαγητό της ανυπέρβλητο; Η λαϊκότητά του. Το φαγητό της επιβιώνει λαϊκό και ως εκ τούτου πλούσιο, με τους χυμούς της ψυχής μαγειρεμένο, εις τους αιώνας των αιώνων στα σπίτια και στα μαγαζιά. Η Θεσσαλονίκη είναι τα λαϊκά μαγαζιά της, και τα καλά μαγαζιά της, τα αληθινά καλά μαγαζιά της, λαϊκά είναι κι αυτά.

Μου λέει κάποια στιγμή ο Πεντζίκης: «Θα ξεντυθώ τα ρούχα μου να βγω γυμνός. Γιατί να σκέφτομαι το συμφέρον μου, την ωφέλειά μου; Γιατί να θέλω την καλοπέραση; Αν δεν περπατήσω γυμνός, δεν θα πω ό,τι έχω».

(Λίγους μήνες μετά, την ώρα που γράφω αυτές τις αράδες, η πόλη έχει χάσει δεκάδες ανάσες μελλοντικών γλεντιών. Όμορφα παιδιά που δεν θα την ξαναπερπατήσουν.)

Δεν γράφω άλλα. Θα θυμιατίσω.

CONTENTS

el-gr

2023-03-12T08:00:00.0000000Z

2023-03-12T08:00:00.0000000Z

https://kathimerini.pressreader.com/article/282978224225088

Kathimerini Digital