Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ePaper

Πρώτη στάση στου Μήτσου στο Καπάνι

Γιατί αυτό το λαϊκό καφενείο μάς βάζει μεμιάς στο νόημα αυτής της πόλης.

ΑΠΟ ΤH ΝΙΚΟΛΕΤΑ ΜΑΚΡΥΩΝΙΤΟΥ

ΤΟ ΜΑΓΑΖΊ ΤΟΥ Μήτσου θα μπορούσε να αποτελεί απόσπασμα βιβλίου του Εμίλ Ζολά, ίσως και ένα ολόκληρο κεφάλαιο, αν ο νατουραλιστής λογοτέχνης ζούσε στη Θεσσαλονίκη του 21ου αιώνα αντί για το Παρίσι του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Ίσως μάλιστα να είχε γράψει άλλο ένα αριστούργημα σαν Το στομάχι του Παρισιού του 1873, με επίκεντρο αυτή τη φορά το Καπάνι αντί για τη μεγάλη αγορά τροφίμων Les Halles. Και ίσως να ανέφερε κάπου και το θεσσαλονικιώτικο παραδοσιακό καφενείο του Μήτσου, στριμωγμένο σε μια γωνιά της κεντρικής οδού Βλάλη που διασχίζει την παμπάλαιη αγορά. Απέναντί του ένα ελαιοπωλείο, παραδίπλα ένα μικρομάγαζο με καλτ σουβενίρ, δίπλα του ένα άλλο απλό καφενείο και ένας παμπάλαιος ξυλόφουρνος, που παραμένει λειτουργικός επειδή ο Μήτσος τον ανέλαβε λίγο πριν κλείσει οριστικά. Ένα λαϊκό καταφύγιο νοστιμιάς είναι αυτό το καφενείο του Μήτσου, κατά κόσμον Δημήτρη Παντζαρτζίδη, ο οποίος, αξιοποιώντας το πλεονέκτημα της θέσης του εντός της αγοράς Καπάνι, μαγειρεύει με ό,τι βρει φρέσκο, συμφέρον και καλό στους διπλανούς πάγκους και στα γύρω μικρομάγαζα. Δεν κάνει πιάτα πλουμιστά, δεν μιμείται άλλους, όμως ούτε και αδιαφορεί γι’ αυτά που κάνουν. Όλο κάτι τον τρώει να δοκιμάσει. Το καφενείο του Μήτσου είναι κι αυτό δεμένο στο άρμα της γαστρονομίας της Θεσσαλονίκης, ακολουθεί την εξέλιξή της, απόλυτα ενταγμένο στον τόπο και στον χρόνο. Αφουγκράζεται τον σφυγμό, συναναστρέφεται με το παλιό, εντοπίζει το νέο και ζυγίζει την αξία του, κι αν είναι και καλό, βιάζεται και το προλαβαίνει σφριγηλό και ακμαίο.

Τον Μήτσο μού τον σύστησε, όταν πρωτοάνοιξε το 2014, μια παρέα καλοφαγάδων μερακλήδων κι από τότε παραμένει η πρώτη μου στάση στην πόλη. Αν τον ρωτήσεις, θα σου πει ότι, εκτός από τα ζαρζαβατικά, τα ψάρια και τα κρέατα που τα αγοράζει πρωί πρωί από τους πλαϊνούς πάγκους, μαγειρεύει με δικό του λάδι και ελιές από τον οικογενειακό του ελαιώνα στη Βάρδα Ηλείας και σερβίρει φρέσκο ψωμί, ζυμωμένο με ρεβιθομαγιά, ξεροψημένο και καψαλισμένο στον ξυλόφουρνο (βλ. σελ. 156). Όμως πρέπει να τον ρωτήσεις, ειδάλλως τι να κάθεται να σου λέει, αφού αυτό που κάνει δεν το θεωρεί σπουδαίο. Δεν έχω ακούσει ποτέ να κοκορεύεται για τις μαγειρικές του, γιατί τον τρόπο του τον θεωρεί αυτονόητο. Από αλλού έμαθα, επίσης, ότι πολλά από τα πιάτα του είναι χειροποίητα κεραμικά και σμιλεμένα στο εργαστήριο κεραμικής Hakah (βλ. σελ. 43), σε μια απόσταση 700 μέτρων στην πέρα γειτονιά του Φραγκομαχαλά. Πάνω στον πηλό «γράφεται» η συμπαγής αλήθεια του: μπαρμπουνάκι ολόφρεσκο και χρυσοτηγανισμένο τόσο που η πέτσα του σκάει στο δόντι και η σάρκα του είναι όλο χυμούς και ιώδιο, ζοχιά βρασμένα ντούρα και καταπράσινα, σάμπως και δεν κουνήθηκαν ρούπι από τον πάγκο του μανάβη, κι επιπλέον καρυκευμένα με ξύγαλο, λάδι και παξιμάδι, γαύρος που καθαρίζεται και γίνεται μαρινάτος και η ραχοκοκαλιά του δεν πετιέται και γίνεται τηγανητή (βλ. σελ. 30), ρεβίθια-λουκούμι, σιγομαγειρεμένα από την προηγουμένη μέσα στη μασίνα, τυριά από την Άνδρο, την Ίο και την Κεφαλονιά κ.ά.

Βλάλη 11, Αγορά Καπάνι, Τ/2315-515.504. Κόστος: 15 €/άτομο.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

el-gr

2023-03-12T08:00:00.0000000Z

2023-03-12T08:00:00.0000000Z

https://kathimerini.pressreader.com/article/285061283363648

Kathimerini Digital