Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ePaper

Ο μπαμπάς μου ο Προμηθέας

ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΡΕΝΤΟΥΛΑ

ΠΟΛΛΈΣ ΦΟΡΈΣ ΈΚΑΙΓΈ ΞΎΛΑ αντί για κάρβουνα. Κλαδέματα από ελιές. Πού τις έβρισκε ο άτιμος τις ελιές στην Ύδρα; Κάποιος θα έφερνε από το Κρανίδι απέναντι κι ο καπετάνιος είχε τα κονέ του. Έβαζε μπροστά από νωρίς, μόνος του, έστηνε καλή φωτιά, να έχουμε θράκα πολλή, ποτέ δεν ξέρεις. Η πίσω αυλή ήταν το βασίλειό του.

Στην αυλή κατέβαινα όταν μαλάκωνε η θράκα, για τα ψησίματα. Εκείνος τη φωτιά, εγώ τα ψητά. Απλά πράγματα: μπριζόλες, παϊδάκια, κανένα λουκάνικο χωριάτικο πεσκέσι. Ξεπάτωνα τη δεντρολιβανιά, έκοβα φύλλα από τη λεμονιά μας. Δεν ξέρεις τι χάνεις αν δεν έχεις κάψει λεμονόφυλλα στη θράκα, αν δεν έχεις ψήσει κοψίδια ή κιμάδες επάνω τους, ο νοστιμότερος καπνός του κόσμου. Γέλαγαν τα γλυκά μάτια του.

Πάπρικες, μπούκοβα, όλα τα πιπεροειδή «έπαιζαν» πολύ. Καπνιστή πάπρικα για έξτρα καπνό. Δεν κάπνισε ποτέ του ο καπετάνιος.

Αυτό το ψήσιμο ήταν των δυο μας. Ήμασταν οι δυο μας και ο ένας για τον άλλο. Έφερνε μπίρες, τα πετσετόπανα, τα λαδολέμονα και μια παλιά κατσαρόλα για να μένουν ζεστά τα ψητά, ό,τι του ζητούσα. Έκοβα και του έδινα μεζέ με μαχαιράκι προσεκτικά στο στόμα. Μιλούσαμε λίγο, σιωπούσαμε περισσότερο, να γίνουν τα ψητά σε καλή ώρα, μην κρυώσει το ένα πριν γίνει τ’ άλλο. Γελάγαμε που πάσχιζα να σώσω το λεπτό παϊδάκι που γλίστραγε από το κενό της σχάρας και ακουμπούσε το πόδι του στη θράκα. Πάντοτε ένα παϊδάκι. Η αυλή έκαιγε από τη μέρα, από τη φωτιά, από τη μοιρασιά. Ήμασταν οι δυο μας. Όταν ήμασταν έτοιμοι για φαΐ, σκέπαζε τη θράκα με στάχτη. Πλέναμε όπως όπως τα μούτρα μας με το λάστιχο της αυλής, έκαιγαν τα μάτια μας.

Σαλάτα ντομάτα, πατάτες τηγανητές, διπλοτηγανισμένες παρακαλώ τις έκανε ανέκαθεν η Μαιρούλα –τύφλα να ’χει ο Μπλούμενταλ–, φτηνές μπίρες και μετά πεπόνι, ροδάκινα, αραπόσυκα, αν ήταν προχωρημένος Αύγουστος. Το απόγευμα, παγωτό παρφέ από του Τσαγκάρη. Κρέμα, σοκολάτα.

Το βράδυ πήγαινε να μαζέψει, να πλύνει την αυλή. Γυάλιζαν και δρόσιζαν οι πέτρες ολόγυρα. Ημέρευαν τα φαντάσματα του σπιτιού που είχαμε θυμιατίσει με τις φωτιές.

Έχουν περάσει πέντε χρόνια που «έφυγε». Τα μπαχαρικά στην κουζίνα θέλουν πέταμα. Η πάπρικα έγινε καφετιά. Η δεντρολιβανιά ξεράθηκε. Έχω πέντε χρόνια να ανάψω την ψησταρίτσα μας. Κι όμως ακόμα καίνε τα μάτια μου.

Δεν ξέρεις τι χάνεις αν δεν έχεις κάψει λεμονόφυλλα στη θράκα, αν δεν έχεις ψήσει κοψίδια ή κιμάδες επάνω τους, ο νοστιμότερος καπνός του κόσμου.

EDITORIAL

el-gr

2023-05-14T07:00:00.0000000Z

2023-05-14T07:00:00.0000000Z

https://kathimerini.pressreader.com/article/281479280763084

Kathimerini Digital