Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ePaper

Ο λαϊκισμός και το μέλλον της πολιτικής

Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ* * Ο κ. Δημήτρης Παπαδημητρίου είναι πρόεδρος του Levy Economics Institute, καθηγητής στο Bard College της Νέας Υόρκης, πρώην υπουργός.

Ηέννοια του λαϊκισμού χρησιμεύει ως μια προεπιλεγμένη θεωρητική και ασαφής προσέγγιση για την έξαρση του σύγχρονου θυμού των ψηφοφόρων των ανεπτυγμένων δημοκρατικών κρατών. Στην εποχή μας ορίζεται συνήθως ως η αντίδραση ενάντια σε μια ελίτ της οποίας ένα μέρος της δράσης της γίνεται αντιληπτό από τους πολίτες ως προσπάθεια εκμετάλλευσης των κεκτημένων τους. Αυτή η ανησυχία των πολιτών μεταφράζεται ως πίεση προς τα πολιτικά συστήματα για λύσεις υπερβολικά ακραίες και ανεδαφικές.

Ο λαϊκισμός μπορεί να προέλθει οριζόντια από όλες τις πολιτικές παρατάξεις. Στις ισχυρές χώρες του διεθνούς συστήματος τα τελευταία χρόνια έχουμε δει ότι ο λαϊκισμός, ιδίως από την άκρα Δεξιά, βρίσκει συχνά έναν πρόσθετο στόχο (συνήθως εθνικιστικό, φυλετικό ή οικονομικό). Στρέφεται ενάντια σε μειονότητες, οι οποίες θεωρούνται κερδισμένες από το «παγκοσμιοποιημένο σύστημα». Οι επιτυχίες του Brexit και του τέως προέδρου των ΗΠΑ Τραμπ μπορούν να αναφερθούν ως τυπικές περιπτώσεις.

Ποιες, όμως, θεωρούμε πηγές των λαϊκιστικών εκρήξεων; Ακούμε συχνά πως η απάντηση βρίσκεται σε πλειοψηφούσες, αλλά οικονομικά ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Για παράδειγμα, αυτές των οποίων η κατάσταση επιδεινώθηκε με την οικονομική κρίση του 2007-2009 και, πρόσφατα, με τον κορωνοϊό. Αν το δούμε από αυτήν τη σκοπιά υπάρχουν ενστάσεις ότι ο όρος λαϊκισμός έχει αποδειχθεί στις ημέρες μας πολύ περιορισμένος – τουλάχιστον για τα φαινόμενα των αρχών της δεκαετίας του 2020 που θέλουμε να περιγράψουμε, να εξηγήσουμε και να ελέγξουμε.

Ας ξεκινήσουμε από μια παραδοχή που την αντλούμε από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2010. Σε ισχυρούς δρώντες του διεθνούς συστήματος ο λαϊκισμός δεν στράφηκε κατά ορισμένων «τυφλών» ελίτ, αλλά αποτέλεσε εργαλείο τους. Αμέσως μετά έρχεται η δεύτερη παραδοχή. Παρακολουθώντας τις διεθνείς εξελίξεις, με τον όρο λαϊκισμός άλλο πράγμα εννοούσαμε στο τέλος της δεκαετίας του 2000 και άλλο πράγμα στο τέλος της δεκαετίας του 2010. Αυτή η σύγχυση μας οδηγεί μακριά από την κατανόηση του τι συμβαίνει και γιατί σήμερα. Και αυτό είναι το κύριο πρόβλημα για εκείνους που θα ήθελαν να διαμορφώσουν πολιτικές που να εμπνέουν δημοφιλή συναισθήματα, μακριά όμως από δημαγωγίες.

Το βασικό σφάλμα στο οποίο μπορούμε να περιπέσουμε είναι η αποκλειστική αναζήτηση οικονομικών αιτίων της έκφρασης της λαϊκιστικής οργής. Μερικοί έχουν αποδώσει την άνοδο του λαϊκισμού στη Δύση από τις δυσκολίες που υπέστησαν εξαιτίας της οικονομικής κρίσης του 20072009 ή, 15 χρόνια μετά, στις αρχές της δεκαετίας του 2020 προβλέπουν την επάνοδό του εξαιτίας του κορωνοϊού.

Αλλοι πρότειναν ότι οι πραγματικές αιτίες προήλθαν πολύ νωρίτερα, με την αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας να ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Ο Τζόζεφ Μακάρθι και ο Τζορτζ Γουάλας υπήρξαν παραδείγματα Αμερικανών λαϊκιστών μιας συγκεκριμένης ελίτ. Πιθανώς ήταν και οι δύο δημοφιλείς σε άτομα που ένιωθαν ευάλωτα και ανησυχούσαν ότι θα άλλαζε η οικονομική ασφάλεια των ΗΠΑ χωρίς αυτούς. Αλλά επειδή η οικονομική διάσταση της δημοφιλίας τους ήταν ο καθοριστικός παράγοντας, η αναγκαία πηγή δημοτικότητας αυτών των ανδρών στέρεψε γρήγορα. Και ακόμη χειρότερα: οι αλλαγές στην αμερικανική οικονομική ασφάλεια της εποχής τους, την οποία υποτίθεται ότι υπεράσπιζαν, δεν συνδέθηκε στη συνέχεια με τις αλλαγές στην οικονομική ασφάλεια από τη δεκαετία του 1970 και έπειτα. Πολύ απλά, οι οικονομικές αλλαγές είναι συχνές και συχνά αφήνουν κάποιες κοινωνικές ομάδες να αισθάνονται πιο ανασφαλείς από πριν, χωρίς να επαναλαμβάνονται τα ίδια πολιτικά αποτελέσματα.

Μπορεί όμως μια άλλη μη οικονομική, αλλά και πάλι μεμονωμένη προσέγγιση που συνδέεται με ένα άλλο παγκόσμιο φαινόμενο, να μας δώσει απαντήσεις; Ζούμε στην εποχή που παρατηρούνται τα μεγαλύτερα μεταναστευτικά ρεύματα στην ανθρώπινη ιστορία. Στις Ηνωμένες Πολιτείες συχνά ο θυμός επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό σε δύο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του μεταναστευτικού ζητήματος: τη διέλευση συνόρων χωρίς έγγραφα (κυρίως από Λατίνους) και τον φόβο της ισλαμικής τρομοκρατίας. Ομως η δυσαρέσκεια για τη νόμιμη μετανάστευση πολιτών κρατώνμελών της Ε.Ε. είναι περιορισμένη, και σίγουρα συζητείται πολύ λιγότερο. Επιπλέον, η παράνομη μετανάστευση είναι ο πρωταρχικός παράγοντας που προκαλεί οργή και στην Ευρώπη. Διαπιστώνουμε ωστόσο μια διαφορά σε σχέση με τους μετανάστες, οι οποίοι είναι πολίτες κρατών-μελών της Ε.Ε.: αυτοί ήταν πηγή δυσαρέσκειας για τους υπερμάχους του Brexit, αλλά όχι ιδιαίτερα για τους λαϊκιστές στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η αναζήτηση της προέλευσης της δυσαρέσκειας από το μεταναστευτικό ζήτημα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού δύσκολα μπορεί να είναι το τέλος μιας προσπάθειας κατανόησης του αντιμεταναστευτικού λαϊκισμού – ιδίως εάν ο στόχος μας είναι να βρούμε τρόπους για τη μείωση της δυσαρέσκειας σε συγκεκριμένες χώρες.

Κατά τον Γάλλο στοχαστή και πολιτικό φιλόσοφο Pierre Rosanvallon, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε τελικά ότι ο λαϊκισμός προσφέρει ένα ολικό και ελκυστικό όραμα για τη δημοκρατία, τις κοινωνικές σχέσεις και την οικονομία στις ημέρες μας. Νομίζω ότι θα πρέπει να στραφούμε μεθοδικά σε αυτόν τον προβληματισμό. Χρειάζεται να αναζητήσουμε μια σύγχρονη πρόταση που να περιλαμβάνει μια ισχυρή δημοκρατική απάντηση.

Η εύρεση της σχέσης μεταξύ κάποιων ελίτ τύπου Μακάρθι, Ουάλας και Τραμπ με τον λαϊκισμό θα ήταν χρήσιμη λοιπόν, χωρίς να επιμένουμε αποκλειστικά σε μια μεγάλη παγκόσμια δομική μεταμόρφωση, όπως η Μεγάλη Υφεση ή η μακροπρόθεσμη αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας ή τα μεταναστευτικά ρεύματα ή, ενδεχομένως, η πανδημία. Πρέπει να εξετάσουμε σφαιρικά τον θυμό με τη σύνδεση πολιτικών, εθνικών και πολιτιστικών θεμάτων.

Τώρα μπορούμε να προβούμε σε δύο κρίσιμες παρατηρήσεις σχετικά με τις πηγές του λαϊκισμού που θεωρούμε ότι είναι ζωτικής σημασίας και πρέπει να θυμόμαστε πριν προχωρήσουμε σε κάποιο ευρύτερο συμπέρασμα. Πρώτον, δεν υπάρχουν περιθωριακά θέματα όταν θέλουμε να εξηγήσουμε πολιτικές κρίσεις. Δεύτερον, ένα σοκ όπως αυτό της αυξανόμενης οικονομικής ανασφάλειας που βιώνουν διάφορες κοινωνικές ομάδες μπορεί να είναι μια κοινή αιτία λαϊκισμού, αλλά έχει αποδειχθεί πολύ διαφορετικό από χώρα σε χώρα, για να συνδέεται η θεραπεία του πρωτίστως με τις τεράστιες διεθνείς μετατοπίσεις που παρατηρούνται. Οι διεθνείς διαρθρωτικές αλλαγές που προκαλούνται από παγκόσμιες εξελίξεις όπως η ύφεση του 2007-2009, τα μεταναστευτικά ρεύματα της δεκαετίας του 2010 και η πανδημία στις αρχές της δεκαετίας του 2020 αποτελούν έναυσμα άσκησης πολιτικής. Τα γεγονότα ξετυλίγονται σε εθνικό πλαίσιο και παρουσιάζονται με τις δικές τους πολιτιστικές και πολιτικές επιρροές. Αυτά τα φαινόμενα διαπερνούν ακόμη και την Ευρωπαϊκή Ενωση όπως τον υπόλοιπο κόσμο, αν και τα κράτη-μέλη της μοιράζονται κατά κάποιον τρόπο ένα μικρό επίπεδο διακυβέρνησης. Ισως την απάντηση για το μέλλον σε επίπεδο εφαρμοσμένης πολιτικής να μας τη δίνει ο σημερινός πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν με ένα ισορροπημένο παράδειγμα, που δεν είχε δοκιμαστεί στο πρόσφατο παρελθόν και ίσως, μετά από αυτό, ό,τι έχουμε πει λαϊκισμό τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια να καταστεί παρωχημένο. Αξίζει να δοκιμάσουμε κάτι τολμηρό: οι πολιτικές επιλογές που θα αναπτυχθούν, να επεκτείνονται σε ένα ευρύ φάσμα εναλλακτικών δημόσιων πολιτικών και, ταυτόχρονα, να επικεντρώνονται σε εθνικό επίπεδο.

ΓΝΩΜΕΣ

el-gr

2021-08-01T07:00:00.0000000Z

2021-08-01T07:00:00.0000000Z

https://kathimerini.pressreader.com/article/281990380564448

Kathimerini Digital