Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ePaper

Μια πατριαρχία που δεν μπορεί καν να σταθεί στα πόδια της

Η Φραγκογιαννού, σύζυγος του Ιωάννη Φράγκου, δεν είναι μόνο μια γυναίκα που έχει δεινοπαθήσει για να μεγαλώσει τα επτά της παιδιά· είναι και μια γυναίκα που, στη μειονεκτική λόγω φύλου θέση της, έχει επωμιστεί και τη διαχείριση της οικογένειάς της καθότι ο σύζυγός της αποδεικνύεται ανίκανος για οτιδήποτε πέραν της συνεισφοράς ενός πενιχρού μεροκάματου. Αξιοσημείωτο (και ουδόλως τυχαίο) ότι και ο άλλος γυναικείος χαρακτήρας που παρουσιάζεται με σχετική λεπτομέρεια στη νουβέλα, αυτός της μητέρας της Φραγκογιαννούς, φαίνεται να επωμίζεται κατά τον ίδιο τρόπο τη «διαχείριση» του συζύγου της. Το γεγονός αυτό καθόλου δεν πρέπει να μας οδηγεί σε έωλα συμπεράσματα ότι η κοινωνία που περιγράφει ο Παπαδιαμάντης χαρακτηρίζεται από κάποιο είδος μητριαρχίας. Οι γυναίκες στη «Φόνισσα» ενδημούν σε μια πατριαρχία που δεν έχει καν τις ικανότητες να σταθεί στα πόδια της, να κουβαλήσει το ίδιο το βάρος της. Το κεφάλαιο «Δ» περιγράφει με ανατριχιαστική λεπτομέρεια τη συμπεριφορά που επιδεικνύει ο «Μούτρος», ένας από τους γιους της Φραγκογιαννούς, σε μια εμπλοκή του με τον νόμο καθώς τον καταδιώκουν δύο αστυφύλακες. Δεν έχει σημασία για ποιο λόγο· αυτό που έχει σημασία, και γι’ αυτό εισάγει το περιστατικό αυτό ο Παπαδιαμάντης, είναι ότι ο Μούτρος, στην προσπάθεια να διαφύγει, χειροδικεί με χαρακτηριστική ευκολία έναντι της μητέρας του, και φτάνει μάλιστα στο σημείο να μαχαιρώσει την αδελφή του! Η κοινωνία που σκιαγραφεί ο Παπαδιαμάντης δεν χαρακτηρίζεται λοιπόν μόνο από οικονομικές δυσπραγίες και ποικιλόμορφα άχθη αλλά και από την αενάως χειριστική και υποτιμητική συμπεριφορά των ανδρών προς τις γυναίκες, είτε με την ανικανότητά τους είτε με το θράσος και τη βία αγριμιού που όταν απειλείται ξεσπάει στις οικείες του, τις οποίες και χρησιμοποιεί ως μέσο, για να γλιτώσει.

«Η φόνισσα» συνιστά μια εις άτοπον απαγωγή (ένα reductio ad absurdum) για το τι θα έπρεπε να συμβεί σε αυτή την κοινωνία, με ψυχρή συνέπεια, για να επέλθει μια ισορροπία. Ποιο είναι το άτοπο που ευαγγελίζεται (sic) η Φραγκογιαννού; Μόνον η συστηματική θανάτωση κορασίδων θα επέφερε μια κάποια ανακούφιση στις γυναίκες που επωμίζονται το σύνολο της φροντίδας αυτής της κοινωνίας. Η Φραγκογιαννού δεν συνιστά λοιπόν μόνο κάτι «ξεχωριστό στον παπαδιαμαντικό κόσμο», όπως μας λέει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στο δοκίμιο που προλογίζει την έκδοση της «Εστίας» που έχω στα χέρια μου, συνιστά κάτι ξεχωριστό γενικά. Η Φραγκογιαννού, μέσω των γυναικοκτονιών που διαπράττει κάθε φορά που φονεύει ένα κορίτσι, φονεύει και τον εαυτό της· όχι όμως ως άνθρωπος που στέκεται απέναντι στην «ακραία υπαρκτική δυνατότητα», όπως λέει ο Ζουμπουλάκης, αλλά ως γυναίκα που δολοφονεί το φύλο της γιατί τελικά οδηγείται στο παράλογο συμπέρασμα ότι αυτό είναι προς το καλύτερο. «Η φόνισσα» είναι πρωτίστως φόνισσα της υπόστασής της· είναι φόνισσα του φύλου της.

Εφιστώ την προσοχή στην τελευταία φράση της: «Ω! να το προικιό μου!» αναφωνεί η Φραγκογιαννού καθώς πνίγεται γιατί αντικρίζει «[...] το Μποστάνι [...] όπου της είχον δώσει προίκα ένα αγρόν, όταν νεανίδα την υπάνδρευσαν, και την εκουκούλωσαν, και την έκαναν νύφην οι γονείς της» (σελ. 200). Γιατί βάζει ο Παπαδιαμάντης, τη στιγμή που ξεψυχά η ηρωίδα του, μια τέτοια φράση στο στόμα της, και μάλιστα ρητά μάς λέει «Αυταί υπήρξαν αι τελευταίαι λέξεις της», αν δεν θέλει να υπογραμμίσει ένα δομικό γρανάζι του μηχανισμού που τελικά εξωθεί τη Φραγκογιαννού στις ειδεχθείς πράξεις της; Οσο λοιπόν και αν είναι η καταληκτική περίοδος της νουβέλας που αιχμαλωτίζει την προσοχή και τα βλέμματα των σχολιαστών –«Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης»– είναι η καταληκτική φράση της ηρωίδας που δίνει το υπόρρητο στίγμα αυτού του «κοινωνικού μυθιστορήματος».

«Ω! να το προικιό μου!». Γιατί βάζει ο Παπαδιαμάντης, τη στιγμή που ξεψυχά η ηρωίδα του, μια τέτοια φράση στο στόμα της;

ΤΈΧΝΕς & ΓΡΆµµΑΤΑ

el-gr

2021-08-01T07:00:00.0000000Z

2021-08-01T07:00:00.0000000Z

https://kathimerini.pressreader.com/article/282385517555680

Kathimerini Digital