Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ePaper

Μαύρο στο µυαλό

Tης ΛΙΝΑΣ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ

ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΡΜΑΝΤΟ ΓΚΕΖΟΣ Χάθηκε βελόνι εκδ. Μεταίχµιο, σελ. 320

Στο µυθιστόρηµα του Χρήστου Αρµάντο Γκέζου συστρέφεται ένας πυκνός, ολοσκότεινος πυρήνας. ∆εν είναι άλλος από τον πρωταγωνιστή, τον Αλέξανδρο, ο οποίος γεννήθηκε το 1986 στο ∆ρεπένι, ένα µυθοπλαστικό χωριό της Βόρειας Ηπείρου. Βέβαια, η πρώτη γέννα ήταν στη «Λάσπη», το συνταρακτικό βιβλίο µε το οποίο ο Γκέζος συστήθηκε στη λογοτεχνία. Και τώρα βλέπουµε ξανά τον Αλέξανδρο καταβυθισµένο στο σκοτάδι. Η διέλευση των συνόρων το 1991 παραµένει βαθύ τραύµα, υποδόρια ουλή, ένας διαρκής πόνος στο µυαλό. Η νέα, παµπάλαια πατρίδα αποδείχθηκε σκάρτη ελπίδα, στον βαθµό που το κατερειπωµένο πατρικό στο ∆ρεπένι συνθλίβει τον ψυχισµό µε το συντριπτικό, αµετακίνητο βάρος ενός µονόλιθου. Το πέρασµα των συνόρων θέρισε σαν δρεπάνι τα σωθικά του Σάντου-αλέξανδρου.

Eρµαιο αυτοκτονικών ενορµήσεων, κουβαλώντας ένα µαύρο τετράδιο, θύλακα θλίψης, ο Αλέξανδρος περιπλανιέται στην Αµερική, αναζητώντας τον Μενέλαο, τον χαµένο αδελφό του. Τα παιδικά γράµµατα στις σελίδες (τα χειρόγραφα παρατίθενται στον ποιητικό επίλογο του βιβλίου) στοιχίζουν σε στίχους αλγεινά µνηµονικά θραύσµατα, αποστάγµατα απόγνωσης, αναχαράγµατα απελπισίας, που φυλάσσουν το πένθος σαν σε «µια παλιά, αρχαία λήκυθο». Στην Αµερική ο Αλέξανδρος αποδύεται σε έναν εσωτερικό µονόλογο, σκιαγραφώντας µια σµπαραλιασµένη αυτοπροσωπογραφία. Είναι ένας παρείσακτος της γεωγραφίας. Κοπανά µανιωδώς το κεφάλι «σε έναν πελώριο τοίχο που όχι µόνο να γκρεµιστεί δεν είναι δυνατόν αλλά ούτε καν να αισθανθεί µια υπόνοια κρούσης από του κρανίου το κοπάνηµα». Eπειτα σκέφτεται: «Ωραία, µε την αυτοκτονία ξεµπερδέψαµε, µε τη ζωή όµως τι γίνεται;».

Η συντετριµµένη φωνή του Αλέξανδρου αποθεώνει τη συγκινησιακή επενέργεια του παραισθητικού λόγου. Οι σπαραξικάρδιες παρακρούσεις του ήρωα αντιβοούν τον ζόφο του µυαλού. Νιώθει

πως δεν είναι παρά «µια λακκούβα στον δρόµο όπου µαζεύονται όλα τα απόνερα, τα λάδια και τα κάτουρα». Η ζωή, «ένα δίκοπο µαχαίρι που το κουβαλάει αναγκαστικά και αναπόφευκτα στην τσέπη του έτσι που µε το παραµικρό άκαιρο σκούντηµα µπορεί να του καρφωθεί βαθιά και λίγο στραβά στο κρέας».

Ο Αλέξανδρος είναι επίγονος ενός προπατορικού πόνου. Ο παππούς του ο Βασίλης χτυπήθηκε νεαρός από µια σφαίρα, εξαιτίας µιας Περσεφόνης. Η ίδια σφαίρα διαπέρασε το µυαλό του µοναχογιού του, πατέρα του Αλέξανδρου. Αυτή τη σφαίρα κληρονόµησε ο γιος και την έκανε κόρη οφθαλµού. Καηµός του Βασίλη ήταν να πάει στην Αθήνα για να «ακούσει τα ελληνικά σωστά και καθαρά». Ο Αλέξανδρος πάλι γοήτευε στην Αθήνα κοπέλες από την Αλβανία, µιλώντας τους σε σπαστά αλβανικά. Είχε περιέργεια να ακούσει «πώς φωνάζει χύνω ένα στόµα µε τη συγκεκριµένη γλώσσα για µητρική». Αντιθέτως, δεν άντεχε να φαντάζεται τη µητέρα του την Ηλέκτρα να ουρλιάζει, ενόσω την έσφαζαν. Η Ηλέκτρα από τη Χιµάρα, ήταν η εφέστια θεά του ελληνόφωνου σπιτιού της. Η δυναστεία της γλώσσας ως αγωγού ταυτότητας προεξάρχει στο βιβλίο. Χαρακτηριστική είναι η διπλοτυπία των ονοµάτων: Αλέξανδρος αλλά και Σάντο, Μενέλαος αλλά και Μέλος, Βασίλης αλλά και Βίλι, Ηλέκτρα αλλά και Τέτα. Βαφτίζοντας µάλιστα τον πατέρα της Ηλέκτρας Λαέρτη, ο Γκέζος συναρµόζει την αρχαία µυθολογία µε την πολύπαθη εποποιία των ελληνοαλβανικών συνόρων.

Συνταράζει ο µονόλογος της Ηλέκτρας. Εβδοµήντα τέσσερις σελίδες ενός εκ βαθέων λυγµού. Η επιµελώς πεποιηµένη προφορικότητα, που παραπέµπει στο λογοτεχνικό ιδίωµα και στην όµορη θεµατογραφία του Σωτήρη ∆ηµητρίου, συνιστά από µόνη της συγκλονιστική επίτευξη. Ο Γκέζος, έχοντας καταλαγιάσει την οργή που µέχρι τώρα πυρπολούσε τη γραφή του, φιλοτεχνεί ένα αξιοθαύµαστο πανόραµα υφολογικών µεταµορφώσεων, δηλωτικών της ωριµότατης συγγραφικής του συνείδησης. ∆εν υπερβάλλω λέγοντας πως ο Γκέζος διαθέτει τη στόφα µεγάλου πεζογράφου.

ΤΈΧΝΕς & ΓΡΆµµΑΤΑ

el-gr

2021-08-01T07:00:00.0000000Z

2021-08-01T07:00:00.0000000Z

https://kathimerini.pressreader.com/article/282394107490272

Kathimerini Digital