Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ePaper

Τα χρόνια της αλληλογνωριμίας με την Ελλάδα

Του ΠΕΤΕΡ ΣΟΟΦ

Οταν η Αγκελα Μέρκελ αποχωρήσει –κάποια στιγμή μετά τις 26 Σεπτεμβρίου– από τη θέση της ομοσπονδιακής καγκελαρίου θα λάβει τέλος μια εποχή που επηρέασε σημαντικά τη Γερμανία, την Ελλάδα και την ΕΕ. Η θητεία της στο τιμόνι της γερμανικής κυβέρνησης σημαδεύτηκε από έναν καταιγισμό πρωτοφανών προκλήσεων, με την ομοσπονδιακή καγκελάριο να εξελίσσεται στον ρόλο του πολιτικού ηγέτη και διαχειριστή κρίσεων, προσπαθώντας να επιτύχει συναίνεση μεταξύ 28 (πλέον 27) κρατών-μελών. Είναι προφανές ότι ενώ οι ενέργειές της προκάλεσαν τον θαυμασμό ορισμένων, ξεσήκωσαν επίσης σημαντικές αντιδράσεις. Εμείς οι Γερμανοί μπορεί να δυσανασχετούμε με αυτό, όμως είναι γεγονός ότι οι εταίροι μας στην Ε.Ε. περιμένουν από τη Γερμανία να παίζει ηγετικό ρόλο. Αυτό συνέβη και με τα θέματα που αφορούσαν την Ελλάδα, η οποία κατά την τελευταία δεκαετία αντιμετώπισε την κρίση δημόσιου χρέους, την εισροή μεταναστών στον απόηχο των συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή και την αναποτελεσματική μεταναστευτική πολιτική της Ε.Ε., καθώς και τις διαρκείς αναζωπυρώσεις στις σχέσεις της με την Τουρκία.

Η Αγκελα Μέρκελ είδε την οικονομική κρίση με την επακόλουθη κρίση δημόσιου χρέους ως απειλή για την ίδια την ύπαρξη της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. γενικότερα. Μπορούσε να αποδυναμώσει τη θέση της Ευρώπης στα παγκόσμια δρώμενα, σε ένα ολοένα και πιο ανταγωνιστικό στρατηγικό περιβάλλον. Η διαφύλαξη της αξιοπιστίας του νομισματικού μπλοκ σήμαινε γι’ αυτήν πειθαρχία από τα μέλη του, καθώς και ετοιμότητα για τολμηρές παρεμβάσεις. Επρεπε να κινηθεί μεταξύ αυτών των δύο πόλων. Η Γερμανία, σε αντίθεση με την Ελλάδα, έχει παράδοση στις κυβερνήσεις συνασπισμού, οι οποίες απαιτούν μακροχρόνιες και συχνά επίπονες διαπραγματεύσεις για τη διαμόρφωση των κυβερνητικών θέσεων. Αλλά στην περίπτωση της Ελλάδας το ρήγμα εκτεινόταν από τις γραμμές του δικού της κόμματος (CDU) μέχρι του εταίρου της στον συνασπισμό (κόμμα φιλελευθέρων FDP) μέχρι το 2013. Η καγκελάριος έπρεπε να χωρέσει ισχυρές φωνές που υποστήριζαν ότι η λιτότητα, με οποιοδήποτε τίμημα για τους πολίτες, έπρεπε να αποτελέσει πανάκεια, και ότι αν αυτό δεν ήταν εφικτό, τότε η Ελλάδα θα έπρεπε να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη. Ας μην ξεχνάμε ότι υπήρχαν και άλλα μέλη της Ευρωζώνης που είχαν ακόμη πιο ριζοσπαστικές απόψεις και που «κρύβονταν» πίσω από τη Γερμανία για «να βγάλει το φίδι από την τρύπα». Από την άλλη πλευρά η Μέρκελ, όπως και πολλοί άλλοι στον συνασπισμό (και στη γερμανική κοινή γνώμη), έπρεπε να αξιολογήσει τις στρατηγικές συνέπειες ενός Grexit. Κατά την άποψή μου ήταν καθ’ όλη τη διάρκεια πεπεισμένη ότι η Ελλάδα έπρεπε να παραμείνει μέλος της Ευρωζώνης. Η διένεξη πήρε δραματική τροπή, με τα μέσα ενημέρωσης και στις δύο χώρες να επιδίδονται σε μια κακόγουστη και ανεύθυνη εκστρατεία που έβλαψε την εμπιστοσύνη και τη φιλία που είχε αναπτυχθεί επί χρόνια μεταξύ δύο χωρών με πολύ περίπλοκη Ιστορία. Το είδος της «αυτοθυματοποίησης» που επικρατούσε στην κοινή γνώμη και στις δύο χώρες είχε ομοιότητες: από τη μια πλευρά η Ελλάδα, θύμα της κερδοσκοπίας, όπου ο λαός έπρεπε να πληρώσει το τίμημα για τη διάσωση γερμανικών, γαλλικών και άλλων τραπεζών, από την άλλη πλευρά η «εργατική» Γερμανία, η οποία έπρεπε να πληρώσει για τις ανεύθυνες και αλόγιστες δημόσιες δαπάνες στην Ελλάδα. Θυμάμαι ότι κάποιες φορές ήταν δύσκολο να γίνει μια ορθολογική συζήτηση τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γερμανία. Ακόμα και σήμερα, κάποιοι Ελληνες φίλοι μου υποστηρίζουν ότι ήταν συνειδητή στρατηγική της Αγκελα Μέρκελ να αφήσει την κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά να «προσκρούσει στον τοίχο», με το σκεπτικό είτε ότι θα γινόταν ευκολότερη συμφωνία με την κατά τεκμήριο άπειρη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είτε ότι θα ήταν ίσως ευκολότερο να διώξουν την Ελλάδα από την Ευρωζώνη.

Τέτοιες εικασίες παραγνωρίζουν σε μεγάλο βαθμό τόσο τον χαρακτήρα της Αγκελα Μέρκελ όσο και τη λειτουργία της Γερμανίας, της Ε.Ε. και πιστεύω και της Ελλάδας. Πρώτα απ’ όλα, δεν υπάρχει κανένας τρόπος με τον οποίο ένας εταίρος της Ε.Ε. μπορεί να ποντάρει στο εκλογικό αποτέλεσμα ενός άλλου. Δεύτερον, είναι πολύ πιθανόν ότι η Αγκελα Μέρκελ, έχοντας μεγαλώσει σε μια σοβιετοκρατούμενη δικτατορία, έχει ένα ισχυρό ένστικτο να αντιστέκεται σε οποιαδήποτε παρέμβαση στις δημοκρατικές εκλογές άλλων χωρών. Για ορισμένους, η ρεαλιστική της αντίδραση και η συναλλακτική της σχέση με την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα αποτέλεσε έκπληξη, προκαλώντας ενίοτε ακόμη και θυμό στο υπόλοιπο πολιτικό φάσμα. Ομως για την ίδια ήταν τόσο απλό: αυτή ήταν η κυβέρνηση που είχε εκλέξει ο ελληνικός λαός – άρα αυτός ήταν ο νέος της εταίρος! Και ήθελε να βρει μια λύση.

Η Αγκελα Μέρκελ είναι πτυχιούχος επιστήμονας. Και είναι άνθρωπος που της αρέσει να αξιολογεί σωστά τους κινδύνους προτού λάβει θέση. Θυμάμαι πώς κάποιοι Ελληνες ομόλογοί μου εξεπλάγησαν από την αίσθηση ορθολογικού πραγματισμού που διαθέτει και το πόσο εύκολα προσεγγίσιμη ήταν σε εκείνη την πρώτη συνάντηση με τον νεοεκλεγέντα πρωθυπουργό, στις 23 Μαρτίου 2015. Ηταν επίσης αρκετά εντυπωσιασμένοι από την ενδελεχή προετοιμασία της, και σε λεπτομέρειες που ίσως να μην περίμεναν. Η πρόκληση για τη Μέρκελ ήταν διπλή: να πείσει τους νέους εταίρους της στον ΣΥΡΙΖΑ ότι έπρεπε να τηρηθούν οι διαδικασίες και ότι το Eurogroup και η πολύπαθη «τρόικα» ήταν οι εξουσιοδοτημένοι μηχανισμοί και τα εργαλεία για την επεξεργασία τεχνικών λεπτομερειών. Οχι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Δεύτερον, να δημιουργήσει μια προσωπική σχέση με τον νέο πρωθυπουργό, ο οποίος ήταν στον αντίθετο πόλο. Αυτό ήταν ζωτικής σημασίας, δεδομένης της τρικυμίας που οδήγησε στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015. Η Μέρκελ είναι πιθανό να εξεπλάγη όσο και οι περισσότεροι παρατηρητές από το δημοψήφισμα και τον τρόπο διεξαγωγής του. Ωστόσο, η εγγενής αυτοκυριαρχία της απέτρεψε μια υπερβολικά συναισθηματική αντίδραση (όπως συνέβη με πολλούς άλλους). Η κλιμάκωση που ακολούθησε, στη διάρκεια της οποίας πολλοί (συμπεριλαμβανομένου του Γερμανού υπουργού Οικονομικών) ήταν έτοιμοι να αναστείλουν τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, ήταν πράγματι μια επικίνδυνη στιγμή για την Ευρώπη. Η καγκελάριος μαζί με τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ και τον πρόεδρο της Επιτροπής Ζαν-κλοντ Γιούνκερ κατανόησαν τον πολιτικό κίνδυνο και μοιράστηκαν την ανάγκη να τον περιορίσουν το συντομότερο δυνατόν. Εν προκειμένω διακυβεύονταν πολύ περισσότερα από τους αλγόριθμους του πρωτογενούς πλεονάσματος του ΔΝΤ και από τη δημοσιονομική αξιοπιστία του προϋπολογισμού ενός κράτουςμέλους. Εδώ επρόκειτο για τον κίνδυνο αποδυνάμωσης της Ευρώπης με πολύ πιο στρατηγικό τρόπο. Ας μην ξεχνάμε τις πανηγυρικές αντιδράσεις ανθρώπων όπως ο Νάιτζελ Φάρατζ και η Μαρίν Λεπέν για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Κατά τη γνώμη μου, η Αγκελα Μέρκελ ήταν πάντα αποφασισμένη να συμβάλει από την πλευρά της στην αποτροπή αυτού του κινδύνου. Το να το πετύχει αυτό, αποτρέποντας παράλληλα το οποιοδήποτε πλήγμα στο γόητρο και των δύο μερών που βρίσκονταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ήταν ένας άθλος. Φυσικά η συμφωνία που επιτεύχθηκε κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσιμης νύχτας του Ιουλίου 2015 προκάλεσε επικρίσεις και ενίοτε οργή. Ομως ξεκαθάρισε το τοπίο και άνοιξε τον δρόμο για μια νέα ποιότητα σύμπραξης. Φυσικά, εκ των υστέρων μπορούμε να διαφωνήσουμε για την επιμονή της Γερμανίας στη δημοσιονομική πειθαρχία ή για την εμμονή του ΔΝΤ με τα σενάρια περί πρωτογενούς πλεονάσματος. Ή για την εσωτερική πολιτική που διείπε τη δράση της Γερμανίας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Ομως τελικά ο κομβικός ρόλος της Αγκελα Μέρκελ ήταν αυτός που συνετέλεσε στην επίτευξη προόδου ανάμεσα στην Ελλάδα και στους Ευρωπαίους εταίρους της.

Κατά τη διάρκεια της δραματικής προσφυγικής κρίσης το 2015, η Αγκελα Μέρκελ εξέπληξε πολλούς με την αίσθηση ανθρωπιάς που επέδειξε. Η θαρραλέα απόφασή της να δεχτεί πρόσφυγες που είχαν εγκλωβιστεί στην Ουγγαρία έγινε μια εμβληματική χειρονομία γενναιοδωρίας και ανθρωπιστικού πνεύματος. Αυτό όμως της δημιούργησε τεράστια προβλήματα στο εσωτερικό της χώρας της. Επέδειξε επίσης σημαντική ηγετική ικανότητα, όταν διατύπωσε την προφανή αλήθεια: ότι το σύστημα του Δουβλίνου με την τεράστια πίεση που ασκούσε στα κράτη-μέλη με εξωτερικά σύνορα στην Ε.Ε. ήταν άδικο και ξεπερασμένο. Η συμφωνία που διαπραγματεύτηκε με την Τουρκία αποσκοπούσε στην ελάφρυνση της πίεσης προς την Ελλάδα. Αν και μπορεί να είχε τα μειονεκτήματά της –ιδιαίτερα τη συμφόρηση στα ελληνικά νησιά που συνορεύουν με την Τουρκία– βοήθησε κατά κάποιον τρόπο στη μείωση των εισροών. Η Αγκελα Μέρκελ ανέλαβε την ευθύνη να ασκήσει ηγετικό ρόλο ελλείψει μιας πιο θεμελιώδους πολιτικής για δίκαιη και αποτελεσματική κατανομή των βαρών, η οποία συνεχίζει να είναι απορριπτέα –μέχρι σήμερα– από κάποια κράτη-μέλη, σε ορισμένες περιπτώσεις υπό λαϊκιστική και ενίοτε ανοιχτά ξενοφοβική επιρροή.

Εχει συζητηθεί πολύ η αντίδραση της Γερμανίας στις συνεχιζόμενες προκλήσεις της Τουρκίας στο Ανατολικό Αιγαίο – και όχι μόνο κατά τη διάρκεια της γερμανικής προεδρίας της Ε.Ε. το 2020. Στην Ελλάδα πολλοί θα επιθυμούσαν μια πιο ηχηρή και σθεναρή καταδίκη των κατάφωρων παραβιάσεων του διεθνούς δικαίου. Αμφισβητούσαν τη δυνατότητα της Γερμανίας να παίξει τον ρόλο του διαμεσολαβητή όταν απειλούνται τα κοινά εξωτερικά μας σύνορα. Από την ελληνική σκοπιά, η απογοήτευση μπορεί να είναι κατανοητή. Ωστόσο, μου έκαναν εντύπωση ορισμένες από τις απλοϊκές εξηγήσεις που δόθηκαν κατά τη διάρκεια του διαλόγου. Από την οπτική γωνία της Μέρκελ και από την πραγματιστική πολιτική της προσέγγιση, δεν υπήρχε εναλλακτική λύση στο να παραμείνουν ενεχόμενοι δύσκολοι, ενίοτε εχθρικοί, παίκτες. Μπορείτε να φανταστείτε τη βαθιά απογοήτευση και τον θυμό της για τη Ρωσία του Πούτιν μετά την παράνομη προσάρτηση της Κριμαίας ή την de facto κατοχή του Ντονμπάς στην Ουκρανία. Παρ’ όλα αυτά, και παρά τις υποδείξεις που καλούσαν σε πιο θεαματική δράση, διατηρούσε πάντα διαύλους επικοινωνίας, δεδομένου του ρόλου και της επιρροής της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή, στην πυρηνική συμφωνία με το Ιράν και άλλα σημαντικά παγκόσμια ζητήματα. Με την Τουρκία του Ερντογάν μπορεί πράγματι να υπήρχε μεγαλύτερο περιθώριο για τη Γερμανία να ευθυγραμμιστεί με τις σθεναρές αντιδράσεις που επέδειξαν άλλοι εταίροι τόσο εντός όσο και εκτός Ε.Ε. Ωστόσο, η στάση της Γερμανίας δεν είχε καμία σχέση με τυχόν εμπορικές συμφωνίες και συμφέροντα, όπως υπονοείται από κάποια σχόλια εδώ. Ούτε μπορεί να ερμηνευθεί ως απόδειξη κάποιας ιστορικής συνέχειας των «γερμανο-οθωμανικών» σχέσεων. Αρκεί να ρίξετε μια ματιά στις σημαντικές διμερείς εντάσεις μεταξύ Γερμανίας και Τουρκίας τα τελευταία χρόνια. Ηταν μάλλον μια διαφορετική πολιτική προσέγγιση με κοινό στόχο: την εκτόνωση της έντασης με την Τουρκία, εταίρου του ΝΑΤΟ, λόγω του ρόλου της σε διάφορες διεθνείς συγκρούσεις: Συρία, Λιβύη, Καύκασος και άλλες.

Συνοψίζοντας, είμαι πεπεισμένος ότι τα χρόνια της θητείας της Αγκελα Μέρκελ ως καγκελαρίου της Γερμανίας έφεραν τις χώρες μας πιο κοντά, κυρίως μέσα από αντιπαραθέσεις –ενίοτε συγκρούσεις– πάνω σε σημαντικά ζητήματα. Καταφέραμε να επαναπροσδιοριστούμε με έναν νέο –και πιο ώριμο– τρόπο, αφήνοντας τη ζώνη άνεσης των παλαιών και καθιερωμένων προκαταλήψεων. Είδαμε πόσο σημαντικοί είμαστε ο ένας για τον άλλον και συνειδητοποιήσαμε ότι είμαστε απαραίτητοι εταίροι στην κοινή μας προσπάθεια να διατηρήσουμε την ήπειρό μας ως τόπο ελευθερίας, ασφάλειας και ευημερίας σε ένα όλο και πιο ανταγωνιστικό παγκόσμιο περιβάλλον. Αυτή η πορεία της διδαχής θα συνεχιστεί και το κεφάλαιο της Γερμανίας υπό την ηγεσία της Μέρκελ ήταν απαραίτητο και –ναι– θετικό.

Τα χρόνια της θητείας της Αγκελα Μέρκελ ως καγκελαρίου της Γερμανίας έφεραν τις χώρες μας πιο κοντά, κυρίως μέσα από αντιπαραθέσεις πάνω σε σημαντικά ζητήματα.

Θυμάμαι ότι κάποιες φορές ήταν δύσκολο να γίνει μια ορθολογική συζήτηση τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γερμανία.

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

el-gr

2021-09-19T07:00:00.0000000Z

2021-09-19T07:00:00.0000000Z

https://kathimerini.pressreader.com/article/282308208238686

Kathimerini Digital