Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ePaper

Στην Ευρώπη και στη Γερμανία το μεγάλο ερώτημα είναι ένα: μπορεί η δημοκρατία να αποδώσει;

Του ΤΊΜΟΘΊ ΓΚΆΡΤΟΝ ΆΣ

Στις Βρυξέλλες, την περασμένη εβδομάδα, βρήκα τους πάντες εν αναμονή νεότερων ειδήσεων από το Βερολίνο. Στο Βερολίνο βρήκα τους πάντες ηλεκτρισμένους από μια απροσδόκητα απρόβλεπτη εκλογική αναμέτρηση. Ενα πράγμα, ωστόσο, είναι σαφές: η νέα γερμανική κυβέρνηση θα είναι κυβέρνηση συνασπισμού, και σχεδόν σίγουρα θα αποτελείται από τρία και όχι από δύο κόμματα. Αυτό υποδεικνύει και το βαθύτερο ερώτημα που κρύβεται πίσω από το κομβικό αυτό ευρωπαϊκό γεγονός: μπορεί η δημοκρατία να αποδώσει; Πιο συγκεκριμένα: μπορεί το ευρωπαϊκό μοντέλο της αλλαγής μέσω δημοκρατικής συναίνεσης – για το οποίο η Γερμανία είναι το πλέον κυρίαρχο παράδειγμα– να παραγάγει τις ενέργειες που χρειάζεται επειγόντως η Ευρώπη για να διατηρήσει την ισχύ της στον 21ο αιώνα;

Η Ευρωπαϊκή Ενωση μοιάζει κάπως με μια γιγάντια μηχανή τζόγου, με έναν κουλοχέρη. Οσο περισσότερα φρουτάκια παρατάσσονται στην οθόνη τόσο καλύτερα είναι τα αποτελέσματα. Οι γερμανικές εκλογές αντιπροσωπεύουν περίπου τέσσερα φρούτα. Οι προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, την ερχόμενη άνοιξη, θα φέρουν στην οθόνη άλλα τρία. Η Ιταλία και η Ισπανία συνεισφέρουν ίσως ακόμα δύο φρούτα η καθεμία, και τα υπόλοιπα παράγονται από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες και τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα.

Οποια κι αν είναι η συνταγματική θεωρία της Ε.Ε., στην πράξη η εναρμόνιση των εθνικών κυβερνήσεων παραμένει το κλειδί για κάθε σημαντική πρωτοβουλία που αναλαμβάνει. Οι φίλοι μου στις Βρυξέλλες μιλούν συνεχώς για «τους Γερμανούς που πιέζουν για το ένα» ή για «τους Γάλλους που πιέζουν για το άλλο». Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι επίτροποι διατηρούν μια εθνική απόκλιση. Ακόμη και οι μεγάλες πανευρωπαϊκές κομματικές παρατάξεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επηρεάζονται σημαντικά από τα κόμματα των μεγαλύτερων κρατών-μελών. Για να λειτουργήσει καλά η Ενωση απαιτείται ένας συνασπισμός συνασπισμών, αποτελούμενος από συνασπισμούς.

Οι επικριτές της μιλούν συνεχώς για «δημοκρατικό έλλειμμα» της Ε.Ε., όμως στην πραγματικότητα ισχύει σχεδόν το αντίθετο. Το σύστημα είναι τόσο περίπλοκο και αργό, ακριβώς επειδή απαιτεί τη συγκατάθεση 26 δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων συν της Ουγγαρίας, καθώς και ενός δημοκρατικά εκλεγμένου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και μερικές φορές και τη συμφωνία συγκεκριμένων περιοχών. Η Ε.Ε. βρίσκεται σε μόνιμη διαπραγμάτευση. Το θαύμα δεν είναι ότι κινείται αργά, αλλά ότι κινείται.

Οι κρίσεις βοηθούν. Χωρίς την πανδημία της COVID-19 δεν θα είχαμε τα 750 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και δάνεια, αντλούμενα από το αμοιβαίο ευρωπαϊκό χρέος, στο Ταμείο Ανάκαμψης, γνωστό επίσης και ως «Ε.Ε. Επόμενης Γενιάς». Μια γιγαντιαία αφίσα στο πλάι του κτιρίου Μπερλεμόντ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις Βρυξέλλες απεικονίζει έναν νεαρό Ευρωπαίο που χοροπηδάει με χαρά, με τις λέξεις Next Gen EU σαν επικεφαλίδα. Στην πραγματικότητα ένας ιός με ακίδες θα έπρεπε επίσης να έχει μια θέση στην αφίσα. Κάποιος αισιόδοξος θα έλεγε ότι οι πλημμύρες στη Βορειοδυτική Ευρώπη και οι δασικές πυρκαγιές στην Ελλάδα έκαναν την Ευρώπη να ξυπνήσει και να αναγνωρίσει τον κίνδυνο της κλιματικής κρίσης. Ωστόσο πρόκειται για μια περίεργη πολιτική που στηρίζεται σε διαδοχικές κρίσεις για την επιβίωση.

Στην πρωτεύουσα της Γερμανίας, την κεντρική δύναμη της Ευρώπης, ο δημόσιος διάλογος περιστρέφεται γύρω από τους διαφορετικούς πιθανούς συνασπισμούς οι οποίοι θα μπορούσαν να προκύψουν από τους μήνες συνομιλιών που θα ακολουθήσουν τις ομοσπονδιακές εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου. Μερικοί καυστικοί αναφέρουν πως, πολύ καιρό μετά τη δημοσίευση όλων των επικήδειων της 16ετούς πορείας της στην εξουσία, η εν ενεργεία καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ ίσως εκφωνήσει και πάλι την πρωτοχρονιάτικη ομιλία της φορώντας ακόμη μία πολύχρωμη ζακέτα.

Μιλώντας για χρώματα, οι δύο πιθανότερες συμμαχίες έχουν βαφτιστεί με τα ονόματα «Τζαμάικα» (μαύρο για τους Χριστιανοδημοκράτες, κίτρινο για τους Φιλελεύθερους, πράσινο για τους Πράσινους) ή «Φανάρι» (το κόκκινο των Σοσιαλδημοκρατών αντικαθιστά το μαύρο των Χριστιανοδημοκρατών). Και οι δύο συνασπισμοί θα ήταν δυναμικά φιλοευρωπαϊκοί. Μια ανάλυση των μανιφέστων των κομμάτων δείχνει ότι οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι διαθέτουν τα πιο ενωτικά και ομοσπονδιακά οράματα για την Ευρώπη, παρότι διατηρούν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Ο Αρμιν Λάσετ, ο Χριστιανοδημοκράτης υποψήφιος για την καγκελαρία, είναι ένας κλασικός δυτικογερμανικός Δυτικοευρωπαίος, έχοντας μάλιστα τοποθετημένο ένα άγαλμα του Καρλομάγνου στο γραφείο του (ο αδελφός του ισχυρίζεται ότι η οικογένειά τους κατάγεται από τον Καρλομάγνο). Δεν χωράει αμφιβολία για την προσωπική του αφοσίωση στην Ευρώπη.

Εντέλει, όμως, μου φαίνεται ότι ο συνασπισμός του «Φαναριού» θα ήταν αυτός που θα έδινε το πράσινο φως για την Ευρώπη. Το τηλεοπτικό ντιμπέιτ το βράδυ της Κυριακής μεταξύ των υποψηφίων για την καγκελαρία μάλλον ενίσχυσε την άποψη πολλών Γερμανών ότι ο Σοσιαλδημοκράτης Ολαφ Σολτς, ο σταθερός και έμπειρος υπουργός Οικονομικών και αναπληρωτής καγκελάριος, είναι εκείνος που διαθέτει τα καλύτερα προσόντα για να διαδεχθεί τη Μέρκελ. Τείνω να συμφωνήσω μαζί τους. Ολα τα κόμματα των δύο πιο πιθανών συνασπισμών φαίνεται πως έχουν κατανοήσει επιτέλους τον επείγοντα χαρακτήρα της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής και, με διαφορετικούς τρόπους, είναι αποφασισμένα να συνεργαστούν με τον ισχυρό γερμανικό επιχειρηματικό τομέα για να οργανώσουν τον απαραίτητο οικονομικό μετασχηματισμό. Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες, ωστόσο αυτή η συνεργασία αναμφίβολα θα ενισχύσει τις πράσινες πρωτοβουλίες της Ε.Ε., με επικεφαλής τον αντιπρόεδρο της επιτροπής Φρανς Τίμερμανς.

Εκεί όπου ο συνασπισμός του «Φαναριού» σίγουρα σκοράρει εναντίον της «Τζαμάικας» είναι στα ζητήματα της Ευρωζώνης. Οποιοσδήποτε από αυτούς τους τριμερείς συνασπισμούς θα είχε, σχεδόν σίγουρα, έναν σκληρό υπουργό Οικονομικών στο πρόσωπο του Κρίστιαν Λίντνερ των Φιλελευθέρων (μου είπε κάποτε ότι «υπάρχει μόνο ένα υπουργείο στο Βερολίνο», εννοώντας το υπουργείο Οικονομικών). Ωστόσο, ο Σολτς ως καγκελάριος είναι πιθανότερο να δείξει την πραγματική ευελιξία που απαιτείται όχι μόνο για να αποτρέψει την κατάρρευση της Ευρωζώνης –κάτι που θα κάνει κάθε πιθανή γερμανική κυβέρνηση–, αλλά για να λειτουργήσει καλύτερα για τις εδώ και καιρό ταλαιπωρημένες οικονομίες της νότιας Ευρώπης, συγκριτικά πάντα με τους δημοσιονομικά συντηρητικούς Χριστιανοδημοκράτες.

Παρ’ όλα αυτά, οι δύσκολες διαπραγματεύσεις συνασπισμού μεταξύ τριών μερών θα οδηγήσουν αναγκαστικά σε πολύπλοκους συμβιβασμούς, και ως εκ τούτου σε μια λιγότερο σαφή και λιγότερο ισχυρή ώθηση στις Βρυξέλλες. Και η Γερμανία εξακολουθεί να αποτελεί μόνο τέσσερις ανανάδες στον ευρωπαϊκό κουλοχέρη. Υποθέτοντας ότι ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν θα καταλήξει στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών της ερχόμενης άνοιξης εναντίον της εθνικιστικής λαϊκίστριας Μαρίν Λεπέν, η ελπίδα πρέπει να είναι ότι θα επικρατήσει. Αλλά έχοντας περάσει λίγο χρόνο στη Γαλλία, πριν πάω στις Βρυξέλλες, αισθάνομαι μια ενοχλητική ανησυχία. Το λαϊκιστικό κοκτέιλ που συνδυάζει τα θέματα της μετανάστευσης, του Ισλάμ, της τρομοκρατίας και του εγκλήματος σε ένα ενιαίο αφήγημα που προκαλεί φόβο είναι αρκετά ισχυρό στη Γαλλία. Ενα απρόβλεπτο γεγονός, όπως μια τρομοκρατική επίθεση την παραμονή του δεύτερου γύρου, θα μπορούσε να κάνει το αδιανόητο πραγματικότητα.

Η Ευρώπη χρειάζεται επίσης τον «Σούπερ Μάριο» Ντράγκι να παραμείνει πρωθυπουργός στην Ιταλία, αντί να μεταβεί στη θέση του προέδρου, κάτι το οποίο πιθανόν θα προκαλούσε εκλογές στις οποίες οι εθνικιστές λαϊκιστές της Ιταλίας θα πήγαιναν αρκετά καλά. Χρειάζεται, επίσης, η παραμονή μιας λογικής κυβέρνησης στην εξουσία στην Ισπανία. Τότε και μόνο τότε θα είχαμε, στα μέσα του επόμενου έτους, τις μεταβλητές που θα ευθυγραμμίζονταν για μια δυναμική ευρωπαϊκή μεταρρύθμιση μετά την COVID-19.

Ολα αυτά είναι πιθανά, αλλά βρίσκονται ακόμα μακριά από τη βεβαιότητα. Η κυβέρνηση που θα σχηματιστεί στο Βερολίνο είναι το πρώτο, μονάχα, τεστ για το εάν το ευρωπαϊκό μοντέλο αλλαγής μέσω δημοκρατικής συναίνεσης μπορεί να αποδώσει τα αναμενόμενα αγαθά. Εάν η δημοκρατία δεν αποδώσει, τότε οι νέοι Ευρωπαίοι θα αναζητήσουν εναλλακτικά μοντέλα. Σε μια δημοσκόπηση σε επίπεδο Ε.Ε. που πραγματοποιήθηκε πέρυσι για την ερευνητική μου ομάδα στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, το 53% των νέων Ευρωπαίων δήλωσε ότι πιστεύει πως τα αυταρχικά κράτη είναι καλύτερα εξοπλισμένα από τις δημοκρατίες για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Η πρόκληση της Ευρώπης είναι να αποδείξει το αντίθετο – και όχι μόνο για την κλιματική κρίση.

Μια αποτελεσματική κυβέρνηση συνασπισμού στο Βερολίνο είναι μόλις ένας από τους πολλούς παράγοντες που απαιτούνται για να βρει η Ευρώπη τον δρόμο της.

Ακόμη και οι μεγάλες πανευρωπαϊκές κομματικές παρατάξεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επηρεάζονται σημαντικά από τα κόμματα των μεγαλύτερων κρατών-μελών.

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

el-gr

2021-09-19T07:00:00.0000000Z

2021-09-19T07:00:00.0000000Z

https://kathimerini.pressreader.com/article/282406992486494

Kathimerini Digital