Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ePaper

«Ναι, αν»: το πυρετώδες καλοκαίρι του 2012

Του ΜΑΡΚΟΥΣ ΓΟΥΟΚΕΡ

Η Μέρκελ δεν ήθελε να μείνει στην Ιστορία ως η καγκελάριος που έθεσε σε τροχιά διάλυσης το μεγάλο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, συνιδρυτής του οποίου ήταν το πολιτικό της είδωλο, ο Κόνραντ Αντενάουερ.

ένα βράδυ του Μαΐου 2012, μετά μια μακρά Σύνοδο Κορυφής των ηγετών της Eυρωζώνης, η Αγκελα Μέρκελ έσυρε τους εξουθενωμένους συμβούλους της σε ένα ήσυχο τραπέζι στο μπαρ του ξενοδοχείου Amigo στις Βρυξέλλες. Εκείνοι ήταν έτοιμοι για ύπνο, αλλά η καγκελάριος, με τις συνήθεις αντοχές που επιδείκνυε στις πρώτες πρωινές ώρες, τους έβαλε να ετοιμάσουν ένα σχεδιάγραμμα επιλογών σχετικά με την ελληνική κρίση.

Ηταν λίγες ημέρες μετά τον εκλογικό σεισμό της 6ης Μαΐου, στις οποίες κατεγράφησαν η εκλογική κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ και η εκρηκτική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και της Ακροδεξιάς. Υστερα από δύο χρόνια σκληρής λιτότητας και ύφεσης, η Ελλάδα βρισκόταν σε πολιτικό αδιέξοδο. Οι επαναληπτικές εκλογές του Ιουνίου θεωρούνταν η τελευταία ευκαιρία για να αποτραπεί η έξοδός της από το ευρώ.

Στη Γερμανία, τμήματα της πολιτικής τάξης –συμπεριλαμβανομένου του υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε– είχαν χάσει οριστικά την εμπιστοσύνη τους στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, το οποίο θεωρούσαν ανίκανο να μεταρρυθμίσει τη χώρα. Κάποιοι στο Βερολίνο μιλούσαν για την Ελλάδα ως το «μολυσμένο πόδι» του ευρώ, ένα γαγγραινικό άκρο που έπρεπε να ακρωτηριαστεί για να σωθεί το σώμα της Ευρώπης.

Το σχεδιάγραμμα της Μέρκελ ανέδειξε τις εφιαλτικές επιπτώσεις του Grexit. Ο κίνδυνος καταστροφικής φυγής κεφαλαίων από άλλες χώρες στην περιφέρεια της Ευρωζώνης ήταν δύσκολο να εκτιμηθεί. Το ίδιο ίσχυε και σχετικά με το πλήγμα στην εικόνα της Γερμανίας αν εξανάγκαζε μια χώρα να φύγει από τη νομισματική ένωση. Η Μέρκελ δεν ήθελε να μείνει στην Ιστορία ως η καγκελάριος που έθεσε σε τροχιά διάλυσης το μεγάλο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, συνιδρυτής του οποίου ήταν το πολιτικό της είδωλο, ο Κόνραντ Αντενάουερ.

Αλλά ήταν εξίσου πολιτικά προβληματική η χρηματοδότηση της Ελλάδας αν δεν μπορούσε να τιθασεύσει τα ελλείμματά της και να αναμορφώσει την οικονομία της. Θα οδηγούσε σε εξέγερση μεταξύ των κεντροδεξιών βουλευτών και ψηφοφόρων της. Θα εξέθετε, επιπλέον, τη Γερμανία σε οικονομικό εκβιασμό από άλλες υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης – συμπεριλαμβανομένης της Ιταλίας, η ανάληψη των χρεών της οποίας ήταν πάντα ο βαθύτερος φόβος των Γερμανών απέναντι σε μια στενότερη δημοσιονομική ένωση.

Η μεταμεσονύκτια ανάλυση ανανέωσε την πεποίθηση της Μέρκελ πως η Ελλάδα έπρεπε να στηριχθεί για να παραμείνει στο ευρώ, αλλά υπό όρους. Θα αντιστεκόταν στους οπαδούς της θεωρίας του «μολυσμένου ποδιού». Χρειαζόταν, όμως, έναν εταίρο στην Αθήνα, που θα έκανε την Ελλάδα να καταπιεί το πικρό οικονομικό φάρμακο που ήταν το προαπαιτούμενο για τη συμμετοχή της Γερμανίας στο δανειακό πρόγραμμα.

Εκείνο τον Αύγουστο, ο ακόμη νεοεκλεγείς Αντώνης Σαμαράς επισκέφθηκε το Βερολίνο έχοντας συνείδηση ότι είχε πολλή δουλειά για να πείσει τη Μέρκελ ότι ήταν αυτός ο κατάλληλος εταίρος. Το ιστορικό του, από τον αντιμνημονιακό λαϊκισμό έως τον περιορισμό του πεδίου δράσης της κυβέρνησης Παπαδήμου, δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη – και το ήξερε. Πριν φτάσει στην καγκελαρία, ο Σαμαράς πέρασε ώρες στο δωμάτιό του στο Berlin Hilton προετοιμάζοντας το τι θα έλεγε. Το mea culpa του για τους πολιτικαντισμούς του παρελθόντος και η υπόσχεσή του να δουλεύει «μέρα-νύχτα» για να πετύχει τους στόχους του μνημονίου έπεισαν τη Μέρκελ να ποντάρει σε αυτόν. Λίγο αργότερα επισκέφτηκε σύντομα την Αθήνα για να δείξει τη στήριξή της. Η χορωδία υπέρ Grexit στο Βερολίνο σιώπησε.

Το καλοκαίρι του 2012 έδειξε τα δυνατά σημεία της ηγεσίας της Μέρκελ στην Ευρώπη, αλλά και τους περιορισμούς της. Η προσεκτική προσέγγισή της, η υπομονή της και η αίσθηση προοπτικής τής επέτρεψαν να αντισταθεί σε πολλές πιέσεις και να αποφύγει πολλά λάθη. Αλλά η έμφασή της στη μείωση των εγχώριων πολιτικών κινδύνων είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των πολιτικών κινδύνων σε πιο αδύναμες χώρες στην περιφέρεια της Ευρωζώνης.

Το πολιτικό δράμα της Ελλάδας στην εποχή της κρίσης οφειλόταν, σε μεγάλο βαθμό, στο ότι το αρχικό σχέδιο διάσωσης ικανοποιούσε τις επιταγές της Γερμανίας, όμως απαιτούσε υπερβολικά πολλά, υπερβολικά γρήγορα από ένα υπερχρεωμένο έθνος σε βαθιά ύφεση, με μια τραυματισμένη κοινωνία και ένα αδύναμο κράτος. Οι συνέπειες παραλίγο να τσακίσουν το ελληνικό πολιτικό σύστημα.

Οταν η κυβέρνηση του Σαμαρά εξαντλήθηκε το 2014 κι εκείνος επισκέφθηκε ξανά το Βερολίνο για να ζητήσει διευκολύνσεις για την ολοκλήρωση του μνημονίου, η Μέρκελ συνέχισε να απαιτεί να ολοκληρωθεί η δυσάρεστη αγωγή, αρνούμενη να διακινδυνεύσει περισσότερο από το πολιτικό της κεφάλαιο για να τον βοηθήσει. Οι κόκκινες γραμμές της συνέβαλαν σε έναν ακόμη σεισμό στην ελληνική πολιτική, έως ότου ο Αλέξης Τσίπρας έμαθε και αυτός την οδυνηρή έννοια του «ναι, αν» της Μέρκελ.

Προ ολίγων ημερών, σε δημόσια εκδήλωση στο Ντίσελντορφ, η Νιγηριανή συγγραφέας Chimamanda Ngozi Adichie ρώτησε τη Μέρκελ πότε το βάρος της μακρόχρονης ηγεσίας της στην Ευρώπη είχε βαρύνει περισσότερο τους ώμους της. Η απάντηση της Μέρκελ ήταν άμεση:

«Ηταν στην κρίση του ευρώ, όταν ήμουν πολύ σκληρή, κατά την άποψη πολλών ανθρώπων, στις απαιτήσεις απέναντι στην Ελλάδα, προκειμένου η Ελλάδα να λάβει βοήθεια από εμάς. Επειδή ήμουν βαθιά πεπεισμένη ότι αλλιώς δεν μπορούμε να έχουμε ένα κοινό νόμισμα, εάν δεν έχουμε επίσης μια κοινή βασική οικονομική δομή. Αλλά αυτό είναι απίστευτα δύσκολο, όταν βλέπεις ότι ζητάς πολλά από τον κόσμο. Επηρέασε τους πολίτες. Στην τελική ανάλυση, ήταν ίσως επίσης καλό για τους πολίτες της Ελλάδας. Αλλά όπως είχαν τα πράγματα, υπήρχε ανεργία, οι άνθρωποι είχαν λιγότερα χρήματα επειδή είχαν αυξηθεί οι φόροι, ή έχασαν τη δουλειά τους επειδή είπαμε ότι έπρεπε να γίνουν μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση. Και όταν έχετε συναδέλφους που πρέπει να το υλοποιήσουν αυτό στη χώρα τους, που πρέπει να υποστούν διαδηλώσεις όπου εγώ παρουσιαζόμουν, με διάφορους τρόπους, ως μια μοχθηρή γυναίκα – αυτό ήταν δύσκολο».

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

el-gr

2021-09-19T07:00:00.0000000Z

2021-09-19T07:00:00.0000000Z

https://kathimerini.pressreader.com/article/282475711963230

Kathimerini Digital