Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ePaper

Οι λεπτές ισορροπίες στη διαχείριση των κρίσεων

Του ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ

Σε ομιλία της το 2012 (αναφέρεται στη βιογραφία «Angela Merkel: A Chancellorship Forged in Crisis» των Alan Crawford και Tony Czuczka), η Αγκελα Μέρκελ είχε μιλήσει για τα καλοκαιρινά ταξίδια που έκανε ως νεαρή Ανατολικογερμανίδα, εντός των ορίων του σοσιαλιστικού μπλοκ. Πολλά από αυτά κατέληγαν στα βουνά Πιρίν της Βουλγαρίας. Από εκεί, λίγα χιλιόμετρα μακριά, έβλεπε την Ελλάδα – και ευχόταν, όπως είχε πει στην ομιλία της, να μπορέσει κάποια μέρα να την επισκεφθεί.

Η καγκελάριος πέρασε τα πρώτα της χρόνια στην εξουσία χωρίς ένα στρατηγικό όραμα για την Ευρώπη και την Ευρωζώνη. Η ελληνική κρίση σήμανε το τέλος της αθωότητας, το σημείο κατά το οποίο εκλήθη να ηγηθεί του εγχειρήματος διάσωσης του κοινού νομίσματος χωρίς να παραβιαστούν οι κεντρικές αρχές της γερμανικής οικονομικής ορθοδοξίας. Στη διαμόρφωση της στρατηγικής της, όπως εξηγεί πηγή με άμεση γνώση του τρόπου σκέψης της, η εμπειρία της ζωής στην Ανατολική Γερμανία έπαιξε σημαντικό ρόλο: γνώριζε από πρώτο χέρι τα αδιέξοδα ενός μη οικονομικά βιώσιμου συστήματος και ήξερε ότι η παροχή δανείων χωρίς μεταρρυθμίσεις δεν θα οδηγούσε πουθενά.

«Η βασική προσέγγιση είχε τεθεί ήδη από τις αρχές του 2010», λέει στην «Κ» ο Νίκολας Μάγιερ Λάντρουτ, από τους στενότερους συμβούλους της Μέρκελ και διευθυντής ευρωπαϊκών υποθέσεων στην καγκελαρία μεταξύ του 2011-15. «Είχε τρεις πτυχές: την ευθύνη των ίδιων των κρατών-μελών για τη βελτίωση των οικονομικών τους· την πολιτική βούληση να διατηρηθεί η ακεραιότητα της Ευρωζώνης· και τους περιορισμούς που επέβαλλε το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές συνθήκες δεν προέβλεπαν τη διάσωση ενός κράτους-μέλους από τους εταίρους του». Καθ’ όλη τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης, εξηγεί ο έμπειρος διπλωμάτης, η καγκελάριος επιχειρούσε με τους χειρισμούς της να βρει τη σωστή ισορροπία μεταξύ των παραγόντων αυτών.

«Η καγκελάριος Μέρκελ έκανε εξαιρετικό έργο στη διαχείριση κρίσεων κατά τη θητεία της, συμπεριλαμβανομένης της ευρω-κρίσης και ειδικά στο ζήτημα της Ελλάδας», αναφέρει ο Γιοργκ Ασμουσεν, που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο και αυτός ως υφυπουργός Οικονομικών (20082011) και μετέπειτα μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (2012-14). «Παράλληλα, προώθησε σταθερά την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, για παράδειγμα με τη σύσταση του ESM και την τραπεζική ένωση, ακόμα και αντιμέτωπη με σφοδρούς πολέμιους στο εσωτερικό της Γερμανίας αλλά ακόμα και σε μερίδα του κόμματός της».

Προς το πρώτο μνημόνιο

Η πρώτη φορά που αποκαλύπτονται δημοσίως οι ανησυχίες της καγκελαρίου για την Ελλάδα είναι σε μία κλειστή εκδήλωση στην καγκελαρία τον Ιανουάριο του 2010. Οι παριστάμενοι εκπρόσωποι του Τύπου είχαν ενημερωθεί ότι απαγορευόταν οποιαδήποτε αναφορά στο περιεχόμενο της ομιλίας της. Ωστόσο, το ίδιο το γραφείο Τύπου της καγκελαρίας ανήρτησε τα λεγόμενά της στην επίσημη ιστοσελίδα την επόμενη μέρα. Η Μέρκελ είχε πει ότι ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός της Ελλάδας θα μπορούσε να ασκήσει «πολύ μεγάλες πιέσεις» στο σύνολο της Ευρωζώνης και ότι έρχονταν δύσκολα χρόνια για το ευρώ.

Τους επόμενους μήνες, η καγκελάριος πιέζει τον Γ. Παπανδρέου για ολοένα και πιο σκληρά μέτρα και παράλληλα πείθεται να στηρίξει τη δημιουργία ενός μηχανισμού στήριξης, με την ελπίδα ότι έτσι θα αμβλυνθούν οι ανησυχίες των αγορών για την Ελλάδα. Επιμένει ωστόσο στη συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, καθώς η Κομισιόν δεν έχει εμπειρία από προγράμματα προσαρμογής και θεωρείται από το Βερολίνο πολιτικά αναξιόπιστη, δεδομένης της αποτυχίας αστυνόμευσης των ελληνικών δημοσιονομικών μεγεθών. Είναι η εποχή που ο πρόεδρος της Deutsche Bank Γιόζεφ Ακερμαν, μιλώντας με άλλες τράπεζες και μεγάλους θεσμικούς επενδυτές που –όπως το δικό του ίδρυμα– είχαν σημαντική έκθεση στα ελληνικά ομόλογα, συγκεντρώνει δεσμεύσεις πόρων για μία σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα με σκοπό τη στήριξη της Ελλάδας. «Ο στόχος ήταν να μαζέψουμε 30 δισ. ευρώ – 15 δισ. από τον ιδιωτικό τομέα και άλλα 15 από κράτη-μέλη της Ευρωζώνης», είχε πει στην «Κ» ο Ελβετός τραπεζίτης. «Ελπίζαμε ότι με αυτά τα “κεφάλαια σποράς”» –όπως είχε αποκαλέσει τα 30 δισ.– «θα επαναφέραμε την εμπιστοσύνη».

O Ακερμαν είχε επισκεφθεί την Αθήνα τον Φεβρουάριο του 2010 και είχε εισπράξει τη θετική ανταπόκριση της ελληνικής πλευράς. Η Μέρκελ όμως ήταν κάθετα αρνητική. Ο τότε διευθυντής οικονομικής πολιτικής της καγκελαρίας –και νυν πρόεδρος της Bundesbank– Γενς Βάιντμαν είχε εξηγήσει στον επικεφαλής της Deutsche Bank ότι δεν νοείται πακέτο στήριξης χωρίς δεσμεύσεις για σκληρά μέτρα και μεταρρυθμίσεις από την Ελλάδα. Οταν είχε διαρρεύσει το ταξίδι του Ακερμαν στην Αθήνα, η ίδια η Μέρκελ είχε διευκρινίσει ότι ήταν καθαρά δική του πρωτοβουλία, χωρίς την έγκριση της κυβέρνησης.

Αντιστρόφως, μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας των Χριστιανοδημοκρατών, αλλά και το συγκυβερνών FDP, υπό την επήρεια σωρείας δημοσιευμάτων για τις πρόωρες συντάξεις και άλλες σπατάλες των Ελλήνων, αντιστέκονταν στην ιδέα της διάσωσης της Ελλάδας με χρήματα των Γερμανών φορολογουμένων. Χρειάστηκαν δύο Γάλλοι –ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ζαν-κλοντ Τρισέ και ο επικεφαλής του ΔΝΤ– να επισκεφθούν το Βερολίνο στα τέλη Απριλίου και να μιλήσουν στους Γερμανούς βουλευτές για τον καταστροφικό αντίκτυπο που θα είχε ευρύτερα μια άτακτη χρεοκοπία της Ελλάδας. Οπως είχε πει παλαιότερα στην «Κ» ο Ασμουσεν, ήταν το «σημείο καμπής» για τη στάση της Μπούντεσταγκ στο πρώτο ελληνικό πακέτο.

Το ακυρωθέν δημοψήφισμα

Ως οικοδεσπότης της Συνόδου του G20 στις Κάννες τον Νοέμβριο του 2012, ο Νικολά Σαρκοζί ήλπιζε να ενισχύσει το προφίλ του ως διεθνής ηγέτης, θέτοντας τις βάσεις για την επανεκλογή του τον επόμενο Νοέμβριο. Αντ’ αυτού, η νέα όξυνση της κρίσης στην Ευρωζώνη, με αφορμή την προκήρυξη δημοψηφίσματος από τον Γιώργο Παπανδρέου για τη συμφωνία αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, μονοπώλησε τη συνάντηση.

Η εξέλιξη αυτή είχε εκπλήξει δυσάρεστα την καγκελάριο. Σε συνεννόηση με τον Γάλλο πρόεδρο, αποφάσισε να ξεκαθαρίσει στον Παπανδρέου ότι το δημοψήφισμα, αν λάμβανε χώρα, θα είχε πολύ διαφορετικό πολιτικό νόημα από αυτό που επιθυμούσε να του προσδώσει ο Ελληνας πρωθυπουργός. Οπως λέει ο Μάγιερ Λάντρουτ: «Η δική μας ανάγνωση ήταν ότι δεν μπορούσε παρά το δημοψήφισμα να αφορά την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ. Δεν μπορούσε να αφορά τους όρους της διάσωσης. Οι όροι είχαν συμφωνηθεί· αν οι ψηφοφόροι τους απέρριπταν, αυτό θα ισοδυναμούσε με απόρριψης της συμμετοχής στο ευρώ». Η γερμανική πλευρά επιμένει έως σήμερα ότι, αν και ο Παπανδρέου είχε υπαινιχθεί το ενδεχόμενο προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία, δεν είχε ενημερώσει ότι σκόπευε να το κάνει με τη μορφή δημοψηφίσματος.

Λιγότερο από δύο μήνες νωρίτερα, στο υπόγειο ενός ξενοδοχείου στο Βότσλαβ της Πολωνίας, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε –με τον Γιοργκ Ασμουσεν στο πλευρό του– είχε προτείνει στον Ευάγγελο Βενιζέλο να αποχωρήσει η Ελλάδα από το ευρώ, λαμβάνοντας ανθρωπιστική βοήθεια για να διαχειριστεί τις ανάγκες της σε τρόφιμα και φάρμακα. Ο Βενιζέλος είχε απορρίψει εξαρχής και επιμόνως την πρόταση, την οποία ο Γερμανός ομόλογός του συνέχιζε να αναπτύσσει για μιάμιση ώρα.

Η Αγκελα Μέρκελ ήταν ενήμερη ότι ο υπουργός Οικονομικών της θα κατέθετε αυτήν την πρόταση. Ηθελε να δει ποια θα ήταν η αντίδραση της ελληνικής πλευράς. Αλλά οι στενοί της σύμβουλοι επιμένουν ότι δεν θα υποστήριζε σε καμία περίπτωση το Grexit χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Αθήνας. «Η γερμανική κυβέρνηση είχε συνείδηση του γεγονότος ότι ένα Grexit χωρίς συναίνεση θα μπορούσε να διχάσει την Ευρώπη, να υπονομεύσει το μέλλον του ευρώ και να βλάψει τη φήμη της Γερμανίας», εξηγεί ο Μάγιερ Λάντρουτ.

Στην άκρη του γκρεμού

Η ελληνική έξοδος έφτασε πιο κοντά από ποτέ τον Ιούλιο του 2015. Την επομένη του συντριπτικού «Οχι» του δημοψηφίσματος, σε δείπνο στο Μέγαρο των Ηλυσίων, η Μέρκελ παρουσιάζει στον Φρανσουά Ολάντ την πρόταση Σόιμπλε για προσωρινή έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Εκείνος αντιδρά ασυνήθιστα έντονα, εκφράζοντας την πλήρη αντίθεση της Γαλλίας. Ηταν η πρόταση που θα συζητείτο στο Eurogroup πέντε μέρες αργότερα, με τη μεγάλη πλειοψηφία των κρατών-μελών της Ευρωζώνης να συντάσσεται με τη σκληρή γραμμή του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας.

Παρότι η πρόταση κατατίθεται στο Eurogroup εν γνώσει της, οι άνθρωποι της καγκελαρίου μένουν έκπληκτοι από τον τρόπο που χειρίζεται το θέμα στο Eurogroup του Σαββάτου ο κ. Σόιμπλε. «Ηταν ένα ζήτημα τακτικής, αλλά οι κακές επιλογές τακτικής αποκτούν έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά», δήλωνε σε παλαιότερο αφιέρωμα στην «Κ» στενός συνεργάτης της καγκελαρίου. Μιλώντας στην «Κ» λίγο μετά τη Σύνοδο, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου είχε πει ότι «ο κ. Σόιμπλε πίστευε και έστειλε ξεκάθαρα το μήνυμα πως η έξοδος από το ευρώ θα ήταν καλύτερη τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ευρώπη. Για την κ. Μέρκελ αυτό ήταν ένα δυνατό διαπραγματευτικό εργαλείο, αλλά όχι ο πολιτικός της στόχος».

Η κρίσιμη Σύνοδος Κορυφής της Ευρωζώνης διακόπτεται επανειλημμένως για διαβουλεύσεις μεταξύ των βασικών παικτών (Μέρκελ - Ολάντ Τσίπρα). Γύρω στις 4 τα ξημερώματα, η ελληνική πλευρά, μη βλέποντας περιθώρια συμβιβασμού, αποχωρεί και μεταβαίνει στο κτίριο της μόνιμης αντιπροσωπείας της Ελλάδας. Ο κ. Ολάντ διασώζει την κατάσταση: μεταβαίνει και αυτός στην ελληνική αντιπροσωπεία, κλείνεται σε ένα δωμάτιο με τον Ελληνα πρωθυπουργό και τον πείθει να επανέλθει στις διαπραγματεύσεις.

Στις 7 το πρωί, γίνεται νέα διακοπή, καθώς παραμένει χάσμα μεταξύ Αθήνας και Βερολίνου για τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις (η Μέρκελ ήθελε 15 δισ. από τα έσοδα για αποπληρωμή χρέους και 10 δισ. για επενδύσεις, ο Αλέξηςτσίπρας το αντίστροφο). Ο Τσίπρας δηλώνει ότι θέλει να θέσει τη συμφωνία ενώπιον του κόμματός του και της Βουλής πριν βάλει την υπογραφή του. Η Μέρκελ προτείνει να επιστρέψουν την επόμενη μέρα για συνέχεια των συζητήσεων. Ο Τουσκ τους αποτρέπει από το να φύγουν από την αίθουσα. Συνειδητοποιώντας ότι δεν αξίζει να διαρραγεί η ακεραιότητα της Ευρωζώνης για αυτή τη διαφορά, οι δύο πλευρές συμβιβάζονται και καταλήγουν σε συμφωνία.

Το όλο επεισόδιο, από την προκήρυξη του δημοψηφίσματος έως τη συμφωνία της 13ης Ιουλίου και τη μετέπειτα επανεκλογή Τσίπρα, εξακολουθoύσε να προκαλεί ένα μείγμα απορίας και θαυμασμού στην καγκελάριο χρόνια μετά. Το 2019, στην τελευταία της επίσκεψη στην Ελλάδα επί θητείας Τσίπρα, σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», η Μέρκελ του είπε ότι οι χειρισμοί του εκείνο το καλοκαίρι ήταν εκ των πιο εντυπωσιακών πολιτικών ακροβασιών που είχε δει στην πολιτική της σταδιοδρομία.

Το όλο επεισόδιο, από την προκήρυξη του δημοψηφίσματος έως τη συμφωνία της 13ης Ιουλίου και τη μετέπειτα επανεκλογή Τσίπρα, εξακολουθoύσε να προκαλεί ένα μείγμα απορίας και θαυμασμού στην καγκελάριο χρόνια μετά.

Η Γερμανίδα καγκελάριος συνυπολόγιζε τις απόψεις των εταίρων αλλά και τις αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας και στο κόμμα της. Η πρώτη φορά που αποκαλύπτονται δημοσίως οι ανησυχίες της για την Ελλάδα είναι σε μια κλειστή εκδήλωση στην καγκελαρία τον Ιανουάριο του 2010.

Αποτίμηση

Η «Κ» ρώτησε τους ανθρώπους της καγκελαρίου αν είχε μετανιώσει ειδικά για το πρώτο μνημόνιο, οι όροι του οποίου –απούσας της ελάφρυνσης χρέους– ήταν σαφές σε πολλούς ήδη πριν υπογραφεί ότι δεν ήταν βιώσιμοι. «Το πρώτο πρόγραμμα ήταν υπερβολικά φιλόδοξο, συνειδητοποιήσαμε ότι έπρεπε να τροποποιηθεί», παραδέχεται ο Μάγιερ Λάντρουτ. «Αλλά το δεύτερο πρόγραμμα θα μπορούσε να είχε ολοκληρωθεί επιτυχώς». Σημειώνει ότι η Ελλάδα ήταν η μόνη από πέντε χώρες της Ευρωζώνης που χρειάστηκαν οικονομική βοήθεια για την οποία απαιτήθηκαν διαδοχικά προγράμματα διάσωσης. «Δεν υπήρχε ποτέ συναίνεση υπέρ των προγραμμάτων στην Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης», αναφέρει.

Δεν υπήρχαν ωστόσο περιθώρια μεγαλύτερης πολιτικής ευελιξίας από την πλευρά της Γερμανίας το 2014, που θα επέτρεπαν την ολοκλήρωση του δεύτερου μνημονίου και θα απέτρεπαν την αναζωπύρωση της κρίσης που ήλθε με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία;

Ο Γερμανός διπλωμάτης απαντά μνημονεύοντας τη μεταρρυθμιστική κόπωση της κυβέρνησης Σαμαρά στο δεύτερο μισό του 2014. Σημειώνει ωστόσο επίσης ότι η στήριξη της κοινοβουλευτικής ομάδας του CDU/ CSU για τη διάσωση της Ελλάδας διαβρωνόταν σταθερά από το 2010 και μετά, περιορίζοντας τα περιθώρια ελιγμών της.

Ετερη πηγή θυμίζει τις πολύωρες διαβουλεύσεις της καγκελαρίου με σκεπτικιστές Χριστιανοδημοκράτες βουλευτές μέσα στα χρόνια για να αποσπάσει τη συναίνεσή τους υπέρ των προγραμμάτων – ενίοτε και τη συμμετοχή της σε συναντήσεις της κοινοβουλευτικής ομάδας του συγκυβερνώντος (τo 2009-2013) FDP για τον ίδιο σκοπό. «Υπήρχαν φορές που δεν ξέραμε αν θα είχαμε πλειοψηφία για την πολιτική μας χωρίς την υποστήριξη της αντιπολίτευσης», αναφέρει η ίδια πηγή. Αυτό εξηγεί σε σημαντικό βαθμό την απροθυμία της να παρέμβει υπέρ της Αθήνας στις συγκρούσεις της με την τρόικα.

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

el-gr

2021-09-19T07:00:00.0000000Z

2021-09-19T07:00:00.0000000Z

https://kathimerini.pressreader.com/article/282497186799710

Kathimerini Digital