Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ePaper

Οι αστικοί βωμοί ολόγυρα στον Σταθμό Λαρίσης

Του ΝΙΚΟΥ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΥ

Σαν να περιδιάβαινα σε μια Αβάνα της φαντασίας ή σε μια Αλεξάνδρεια ξεφτισμένου μεγαλείου, ο περίπατός μου στους δρόμους πάνω από τον Σταθμό Λαρίσης με επιβράβευε με θραυσματικές εικόνες μιας αμφίθυμης ομορφιάς. Προσόψεις ετοιμόρροπες μιας ορισμένης αστικής στάθμης συμβίωναν με πολυκατοικίες της σειράς και λίγα περιποιημένα σπίτια της παλιάς γειτονιάς. Θα έπρεπε, βέβαια, να επιμείνω πολύ και να εστιάζω το βλέμμα σε εκείνους τους θυρεούς μιας κληροδοτημένης αρχοντιάς που συχνά δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα συνηθισμένο σπίτι της προπολεμικής Αθήνας.

Είχα λοξοδρομήσει από τη Λιοσίων προς τα κάτω, προς τον φτωχικό κεντρικό σταθμό μας. Είναι τόσο παρακατιανός που μου γεννά αισθήματα συμπόνιας και αλληλεγγύης. Είναι ένα αποκύημα μιας παλιάς Ελλάδας σε απόσυρση, όπως και ο λαμπερός στο φως του ήλιου ασημένιος τρούλος του Σταθμού Πελοποννήσου, που θυμίζει κρανιοφόρο Ουσάρο. Ρουφούσα τον αέρα νοτισμένο από τις ριπές παλαιών ξενοδοχείων με ονόματα μιας παλαιοβαλκανικής ευωχίας. Ενας κόσμος αχνοφαινόταν σε μια αντανάκλαση περισσότερο ψευδαισθητική. Ωστόσο, κάποια όρθια λείψανα ήταν εκεί. Οπως στην οδό Νεοφύτου Μεταξά, απέναντι στο παρκάκι του Σταθμού, το τριώροφο ξενοδοχείο είχε κλείσει προ καιρού, κλειδώνοντας και τις σκιές που μάκραιναν στα σιωπηλά δωμάτια. Εκεί κοιμήθηκαν κάποτε έμποροι της επαρχίας και αρτίστες του σωρού. Κόσμοι-φαντάσματα.

Πιο πάνω υπάρχει η μικρή οδός Μαμούρη. Την είχα πιάσει από την αρχή της, δηλαδή από τη Λιοσίων. Στη γωνία ακριβώς, στο σπίτι με την εξώθυρα στη Λιοσίων, μου αποκαλύφθηκε ένα κινηματογραφικό σιωπηλό σκηνικό με μια ξύλινη σκάλα, σκέτη χορογραφία. Στη Μαμούρη θα μπορούσε κανείς να περπατήσει σκυφτός ανάμεσα στις πολυκατοικίες του μεταπολέμου, αν δεν σκόνταφτε πάνω σε δυο - τρία σπαράγματα της πρότερης ζωής της, όταν είχε σπίτια χαμηλά και αυλές.

Στο τέλος του δρόμου ένα μονώροφο σπίτι έχει κριθεί επικίνδυνο λόγω ετοιμορροπίας και είναι φασκιωμένο με την πρόσοψή του αθέατη. Στο μέσον του δρόμου ολοκληρώνεται μια αποκατάσταση. Ενα μεγάλο διώροφο, πραγματικό αρχοντόσπιτο, με δύο εξώθυρες και μεγάλο κήπο, ετοιμάζεται για νέα αρχή. Και στην κορυφή του δρόμου, κοντά στη Λιοσίων, στον αριθμό 7, στέκομαι μπροστά σε ένα ισόγειο σπιτάκι. Από την αυλόπορτα, σηκώνοντας ψηλά τη μηχανή, βλέπω ότι το οικόπεδο έχει βάθος και η πλακόστρωτη αυλή οδηγεί σε βοηθητικό κτίσμα. Ισως κάποτε το νοίκιαζαν σαν δωμάτιο. Αλλά η πρόσοψη είναι μια άλλη ιστορία.

Περίτεχνο στην εποχή του, σήμερα είναι ετοιμόρροπο. Η εξώπορτα με τις δωρικές παραστάδες, κατακρεουργημένη και καρφωμένη, στέκει σαν εικαστική εγκατάσταση, έχει ρόλο αποτροπαϊκό, είναι σαν ένα σκιάχτρο με δρεπάνια. Οσοι κυνηγούν τις εφήμερες μεταμορφώσεις της πόλης, θα τους ενδιαφέρει. Αλλά τα δύο παράθυρα ένθεν και ένθεν της εξώπορτας είναι τεχνουργήματα αρμονίας. Σαν ποδιά, έχουν σφυρήλατα κάγκελα με εξωστρεφείς κούρμπες, στολισμένες με μίσχους και κύκλους. Το αριστερό παράθυρο είναι στεφανωμένο από ξεραμένο κισσό, που χρυσίζει στο φως του ήλιου, μοιάζει με στεφάνι νικητή. Ξεχνάς ότι είναι το λείψανο μιας άλλοτε ρωμαλέας περικοκλάδας. Το δεξί παράθυρο, όμως, απελευθερωμένο από τον εναγκαλισμό του κισσού, αποκαλύπτει το γύψινο λοφίο του, ένα στέμμα που μοιάζει με ακρωτήριον σε πλήρη οργάνωση πάνω από το γείσο.

Σκεφτόμουν ότι χαμένο σε ένα δρομάκι κάτω από τη Λιοσίων, ένα παλιό σπίτι, αφανές, άσημο, παραμελημένο, διατηρούσε συμπυκνωμένο το λεξιλόγιο του συνοικιακού ιστορισμού, με ανθέμια και δωρικές παραστάδες, κορνίζες και τραβήγματα που σήμερα δεν υπάρχει κανένας μάστορας να τα γεννήσει στον σοβά. Αποχαιρέτησα την οδό Μαμούρη και ήξερα ότι θα επιστρέψω σύντομα για να δω το σπίτι παρακάτω, που είναι έτοιμο να ξαναγεννηθεί.

ΤΈΧΝΕς & ΓΡΆµµΑΤΑ

el-gr

2021-09-19T07:00:00.0000000Z

2021-09-19T07:00:00.0000000Z

https://kathimerini.pressreader.com/article/282604560982110

Kathimerini Digital