Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ePaper

Μεγάλες πιέσεις σε εταιρείες τροφίμων

Τα σούπερ μάρκετ ζητούν εκπτώσεις, ενώ το κόστος πρώτων υλών έχει εκτιναχθεί

Της ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΜΑΝΙΦΑΒΑ

Αντιμέτωπη με τις πρωτοφανείς αυξήσεις στο κόστος πρώτων υλών και υλικών συσκευασίας αλλά και τις πιέσεις των λιανεμπόρων για περισσότερες παροχές και εκπτώσεις βρίσκεται η βιομηχανία τροφίμων. Συχνά δε καλείται να προπληρώνει για τις πρώτες ύλες, ενώ η ίδια εισπράττει τις απαιτήσεις από τους πελάτες της ακόμη και ύστερα από 3,5 μήνες από την παράδοση των παραγγελιών.

Αντιμέτωπη με τις πρωτοφανείς αυξήσεις στο κόστος πρώτων υλών και υλικών συσκευασίας αλλά και τις πιέσεις των λιανεμπόρων για περισσότερες παροχές και εκπτώσεις βρίσκεται η βιομηχανία τροφίμων. Συχνά δε καλείται να προπληρώνει για τις πρώτες ύλες, ενώ η ίδια εισπράττει τις απαιτήσεις από τους πελάτες της –εν προκειμένω το λιανεμπόριο και σε κάποιες περιπτώσεις και την εστίαση– ακόμη και ύστερα από 3,5 μήνες από την παράδοση των παραγγελιών.

Και μπορεί, βεβαίως, οι συνθήκες πληρωμών να είναι βελτιωμένες σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν, όταν η οικονομική κρίση καθώς και οι ατυχείς χειρισμοί μεγάλων λιανεμπόρων (όπως Μαρινόπουλος, Βερόπουλος και Ατλάντικ) είχαν οδηγήσει σε πολύμηνες καθυστερήσεις στις πληρωμές και τελικά σε «κούρεμα» κατά 50% των απαιτήσεών τους (συνέβη στην περίπτωση της εξυγίανσης της Μαρινόπουλος), όμως η διαπραγματευτική ισχύ της βιομηχανίας δεν έχει ενισχυθεί. Τουναντίον, απέναντί της έχει πλέον πολύ πιο μεγάλες αλυσίδες, οι οποίες προέκυψαν από τις εξαγορές

και τις συγχωνεύσεις των προηγούμενων ετών (σ.σ. οι δέκα μεγαλύτερες αλυσίδες πραγματοποιούν περίπου το 76% του συνολικού τζίρου της αγοράς σούπερ μάρκετ), ενώ διατηρούνται οι πολιτικές των παροχών και εκπτώσεων, συχνά συνδεδεμένες με τις έγκαιρες πληρωμές, καθώς και η πληρωμή «δικαιωμάτων εισόδου» για την τοποθέτηση νέων κωδικών, αλλά και ενίοτε πάγια τέλη τοποθέτησης για μια καλύτερη θέση στο ράφι του σούπερ μάρκετ.

«Σίγουρα δεν είμαστε στις εποχές που η καθυστέρηση των πληρωμών μπορεί να ξεπερνούσε και τους έξι μήνες. Ευτυχώς, οι πληρωμές τώρα γίνονται σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και εντός 60 ημερών, ενώ σε κάποιες άλλες επιλέγουμε να παρέχουμε μεγαλύτερες εκπτώσεις έναντι έγκαιρης πληρωμής. Ωστόσο, οι λιανέμποροι δεν παύουν να εισπράττουν “ζεστό” χρήμα, το εισπράττουν άμεσα με το που θα φτάσει ο καταναλωτής στο ταμείο», ανέφερε χαρακτηριστικά στην «Κ» υψηλόβαθμο στέλεχος μεγάλης γαλακτοβιομηχανίας. «Βεβαίως αντιλαμβανόμαστε και εμείς την πίεση που υφίσταται και ο κλάδος του οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων, κλάδος που είναι ο άμεσος συνεργάτης μας, καθώς είναι αυτός που κυρίως εισπράττει την αντίδραση του κόσμου στις ανατιμήσεις», επισημαίνει στέλεχος γνωστής βιομηχανίας ζυμαρικών. Θεωρεί δε, όπως και άλλα στελέχη της βιομηχανίας τροφίμων, κινήσεις για το θεαθήναι τόσο αυτές που αφορούν τους ελέγχους της Επιτροπής Ανταγωνισμού για τον εντοπισμό καρτέλ σε συγκεκριμένους κλάδους τροφίμων, όσο και τις υποδείξεις από τα καθ’ ύλην αρμόδια κυβερνητικά στελέχη προς τους καταναλωτές να ψωνίζουν προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, προκειμένου οι βιομηχανίες να μην αυξήσουν τις τιμές των επώνυμων.

Σύμφωνα, πάντως, με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Nielseniq, το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, συμπεριλαμβανομένων και των πωλήσεων στις εκπτωτικές αλυσίδες (όπως η Lidl), διαμορφώνεται από τις αρχές του έτους έως τις 15/8/2021 σε 13,4%, έναντι 14,2% πέρυσι.

Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η παροχή μεγάλων εκπτώσεων προς τις αλυσίδες που έχουν μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι το τελικό αποτέλεσμα θα είναι και χαμηλότερη τιμή καταναλωτή. Και αυτό, διότι ένας προμηθευτής ο οποίος παρέχει καλύτερες εκπτώσεις σε μια ισχυρή αλυσίδα, μπορεί, για να αντισταθμίσει την όποια απώλεια στο περιθώριο κέρδους, να διαθέσει τα προϊόντα του σε υψηλότερη τιμή προς μία αλυσίδα με μικρότερη διαπραγματευτική ισχύ. Το τελικό αποτέλεσμα

είναι αύξηση της μέσης τιμής του προϊόντος για τον καταναλωτή με πιο επιβαρυμένους συχνά τους καταναλωτές που κατοικούν σε περιοχές όπου δεν έχουν παρουσία οι μεγάλες αλυσίδες.

Μέσα σε όλο αυτό το περιβάλλον που διαμορφώνουν οι έκτακτοι εξωτερικοί παράγοντες και οι εγχώριες συνθήκες της αγοράς, προμηθευτές και λιανέμποροι έχουν φυσικά ως προτεραιότητα την αύξηση ή έστω τη διατήρηση των μεριδίων αγοράς. Ετσι, αν και πέρυσι οι προσφορές προς τους καταναλωτές, οι οποίες χρηματοδοτούνται κατά το μεγαλύτερο μέρος τους από τους προμηθευτές, είχαν μειωθεί, φέτος επανήλθαν δριμύτερες. Το ποσοστό των επώνυμων προϊόντων που έχει διατεθεί φέτος μέσω προωθητικών ενεργειών είναι σύμφωνα με την Nielseniq 62,8%, στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων πέντε ετών (το 2020 είχε υποχωρήσει σε 60,5%).

Σε κάποιες περιπτώσεις πληρώνονται ακόμη και έπειτα από 3,5 μήνες από την παράδοση των παραγγελιών.

OIKOMOMIKH

el-gr

2021-09-19T07:00:00.0000000Z

2021-09-19T07:00:00.0000000Z

https://kathimerini.pressreader.com/article/282995403006046

Kathimerini Digital