Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ePaper

Επιστρέφοντας στο παρελθόν για μία ακόμη φορά

Του ΝΙΚΟΛΑ ΖΩΗ

Beatles Let It Be Super Deluxe Edition Apple

Και τι δεν πήγαινε στραβά για τους Beatles την περίοδο 1968-1970, όταν επιχειρούσαν, όχι ακριβώς αγόγγυστα, να ηχογραφήσουν το «Let It Be». Τα μεταξύ τους χάσματα ήταν ήδη τεράστια· η εταιρεία τους, η Apple, αποδεικνυόταν απλώς πολυέξοδη, ενώ ο μάνατζέρ τους, Μπράιαν Επσταϊν, δεν μπορούσε να επιβάλει την τάξη, λόγω μιας θανάσιμης δόσης ηρεμιστικών το 1967· η φήμη τους ήταν αδιαχείριστη, ενώ ανταγωνιστές όπως οι Rolling Stones έμοιαζαν να βρίσκουν λύση στα δικά τους προβλήματα στρεφόμενοι στις ρίζες τους. Καθόλου παράξενο δεν ήταν που ο Πολ Μακάρτνεϊ πρότεινε στους υπόλοιπους να θυμηθούν επίσης τα παλιά, μαγνητοσκοπώντας τις πρόβες και κλείνοντάς τες με μια δυνατή συναυλία. Καθόλου παράξενο, όμως, δεν ήταν και το γεγονός ότι το τελικό αποτέλεσμα χαρακτηρίστηκε από αρκετούς σαν ένα άλμπουμ βιαστικό και ασυνάρτητο.

Ποιο το νόημα, λοιπόν, μιας ακόμη επανακυκλοφορίας του «Let It Be», έστω και εμπλουτισμένης με ακυκλοφόρητες μείξεις, με ηχογραφημένες πρόβες ή με παρασκηνιακούς διαλόγους των μουσικών; Μια πρώτη απάντηση βρίσκεται πάλι στην ιστορία: εκτός από όλα τα άλλα, η μπάντα διαφωνούσε και για το αν έπρεπε να κρατήσει το πρώτο μιξάρισμα του παραγωγού Γκλιν Τζόουνς ή αν έπρεπε να παραδώσει τις μπομπίνες στον Φιλ Σπέκτορ, όπως και έγινε. Στο «Let It Be Super Deluxe Edition» περιλαμβάνεται η εκδοχή του Τζόουνς, χωρίς ωστόσο να πείθει με την τραχύτητά της. Περιλαμβάνεται επίσης ένα νέο μιξάρισμα, από τον Τζιλς Μάρτιν, γιο του παραγωγού των Beatles, Τζορτζ Μάρτιν, το οποίο με τη σειρά του ξεδιαλύνει ηχητικά τα πράγματα, εκθέτει όμως τις μάλλον ασαφείς καλλιτεχνικές προθέσεις της μπάντας.

Κατά τη γνώμη μας, η αξία του «Let It Be Super Deluxe Edition» βρίσκεται και αλλού. Στα πέντε cd του, ακούει κανείς σπαράγματα του παρελθόντος και του μέλλοντος των Beatles, όπως για παράδειγμα τις προσπάθειες του Τζορτζ Χάρισον να πείσει την μπάντα να συμπεριλάβει το κομμάτι του «All things must pass», που τελικά βρέθηκε στο ομώνυμο προσωπικό του άλμπουμ. Σε άλλο σημείο, η συνύπαρξη του «Please Please Me», με το οποίο οι Beatles συστήθηκαν δισκογραφικά το 1963, και του ίδιου του «Let It Be» είναι σαν ένα ταξίδι ενηλικίωσης που διαρκεί τεσσεράμισι λεπτά, αλλά χωράει μια ζωή. Εχει επίσης μια μελαγχολική γοητεία να ακούς την μπάντα να ανταλλάσσει ευχές για την Πρωτοχρονιά ή τον Ρίνγκο να προσπαθεί να ολοκληρώσει το δικό του «Octopus’s Garden». Το σύνολο μπορεί να συνδυαστεί με το οκτάωρο ντοκιμαντέρ για τις ηχογραφήσεις του «Let It Be» που σκηνοθέτησε ο Πίτερ Τζάκσον και προβάλλεται από την πλατφόρμα της Disney, αρκεί κι εκεί να λάβει κανείς υπόψη του ό,τι διαφαίνεται μέσα από την ενδεχομενικότητα που τελικά χαρακτηρίζει το «Let It Be Super Deluxe Edition»: τα κεφάλαια του παρελθόντος μπορεί να μην κλείνουν με τον ιδανικό τρόπο ή και καθόλου· σημασία όμως έχει και ο τρόπος που επιστρέφουμε σε αυτά.

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

el-gr

2021-12-03T08:00:00.0000000Z

2021-12-03T08:00:00.0000000Z

https://kathimerini.pressreader.com/article/282024740544364

Kathimerini Digital