Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ePaper

Σιωπή και υπηρεσιακή εκδίκηση

Σεξουαλική παρενόχληση στο Δημόσιο: οι μαρτυρίες θυμάτων δείχνουν το κενό στους κανόνες και στα πρωτόκολλα αντιμετώπισης

Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΦΩΤΙΑΔΗ

«Στον ιδιωτικό τομέα, αν καταγγείλεις σεξουαλική παρενόχληση μπορεί να χάσεις τη δουλειά σου, στο Δημόσιο, όμως, σε ισοπεδώνουν». Η 52χρονη Ελπίδα, δημόσιος υπάλληλος που έχει κάνει αναφορά σε ανώτερό της για σεξουαλική παρενόχληση, ζει πλέον τη δική της, καθημερινή, κόλαση. «Στις δικές μου αναφορές, έχει απαντήσει με μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση και εγώ με τη σειρά μου με αγωγή προς το υπουργείο», εξηγεί στην «Κ». «Μου έχουν κάνει κακές αξιολογήσεις, έχω στοχοποιηθεί».

«Επικρατούσε έως τώρα η εσφαλμένη εντύπωση ότι καθώς στο Δημόσιο η μονιμότητα των υπαλλήλων είναι εξασφαλισμένη, δεν θα υφίστατο σεξουαλική παρενόχληση», σημειώνει η δρ Μαρία Στρατηγάκη, καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ειδική στα θέματα ισότητας. Σε σχετική μελέτη, ωστόσο, που εκπόνησε διεπιστημονική ομάδα με επικεφαλής την ίδια, για λογαριασμό του Κοινωνικού Πολύκεντρου της ΑΔΕΔΥ, η σεξουαλική παρενόχληση στον δημόσιο τομέα αναδεικνύεται ως υπαρκτό πρόβλημα, χωρίς να υπάρχει νομοθετικό πλαίσιο για την αντιμετώπισή του. Βάσει όσων απάντησαν 697 δημόσιοι υπάλληλοι στα σχετικά ερωτηματολόγια, αλλά και 26 γυναίκες δημόσιοι υπάλληλοι σε προσωπικές συνεντεύξεις, ανώτερα ιεραρχικά στελέχη εκδηλώνουν προσβλητική, απρεπή ή εχθρική συμπεριφορά χωρίς να έχουν συνέπειες. Οταν η παρενόχληση καταγγέλλεται, η συνήθης αντίδραση είναι η υποβάθμισή της. Οι περισσότερες γυναίκες δηλώνουν ότι βίωσαν αντίποινα όταν ανέφεραν σεξουαλική παρενόχληση. «Δεν χάνουν τη δουλειά τους, αλλά χάνουν την ποιότητα ζωής τους και είναι εκείνες που αλλάζουν εργασιακό περιβάλλον, όχι οι θύτες», τονίζει.

«Σε ορισμένες περιπτώσεις οι συμμετέχοντες δεν αντιδρούσαν στην παρενόχληση, είτε ως θύματα είτε ως μάρτυρες, επειδή ο δράστης είχε διασυνδέσεις ή πολλοί εκ των υπαλλήλων συμμετείχαν μαζί του σε παράνομες δραστηριότητες εντός της υπηρεσίας», επισημαίνει η δρ Στρατηγάκη, η οποία καταλήγει σε μια σειρά προτάσεων για τη θέσπιση ενός πρωτοκόλλου. «Είναι απαραίτητο να εισαχθεί ο όρος της σεξουαλικής παρενόχλησης στο πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων, η αναφορά στην “προσβολή της γενετήσιας ελευθερίας” δεν αρκεί», εξηγεί, «χρειάζεται να καθοριστεί ένα πρωτόκολλο αντιμετώπισης». Την περίοδο 2009-2012, κατά την οποία η κ. Στρατηγάκη ήταν γενική γραμματέας Ισότητας, είχε σχεδιαστεί και χρηματοδοτηθεί μέσω ΕΣΠΑ σχέδιο δράσης για την ισότητα σε κάθε υπουργείο, στις 13 περιφέρειες και σε 15 μεγάλους δήμους. «Εφαρμόζαμε Gender Mainstreaming Policies, προσδοκούσαμε όλοι οι φορείς να προωθούν την ισότητα, να έχουν στον χώρο τους ένα αρμόδιο γραφείο και έναν εξειδικευμένο επιστήμονα». Οι περιφέρειες και οι δήμοι έδωσαν σάρκα και οστά στην παραπάνω σύλληψη, με μικρότερη ή μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, στα υπουργεία, όμως, δεν ευδοκίμησε. «Δεν ήταν κάποια δική μου ιδέα, ήταν πολιτικές που εφαρμόζονται εδώ και χρόνια σε χώρες της Ε.Ε.», καταλήγει.

Η Ελπίδα πέρασε το 2001 μέσω ΑΣΕΠ στο Δημόσιο, με απώτερο σκοπό τη μονιμότητα. «Είχαμε διοριστεί τότε, στη συγκεκριμένη κατηγορία, έξι άτομα και είχαμε βιώσει στο πετσί μας την έννοια “καψόνι”», θυμάται σήμερα, «οι μεγαλύτεροι σε ηλικία υπάλληλοι μας έβριζαν με την πεποίθηση ότι είχαμε πάρει τις θέσεις των παιδιών τους». Σήμερα, 21 χρόνια μετά, αυτό ακούγεται κάπως γραφικό. «Ωστόσο, τότε, συναντούσες όχι μόνο τον πατέρα και τον γιο στην ίδια υπηρεσία, αλλά ακόμη και συγγενείς τρίτου βαθμού». Σε πείσμα των δυσκολιών η Ελπίδα, που προσελήφθη με απολυτήριο γυμνασίου, τελείωσε και νυχτερινό λύκειο, και κατόρθωσε σταδιακά να εξελιχθεί σε διοικητικό υπάλληλο. «Εμεινα ορφανή από μητέρα στα έξι, από πατέρα στα δώδεκα και βιοπορίζομαι μόνη μου από τα δεκατέσσερα, που έπιασα την πρώτη μου δουλειά». Μια θέση στο Δημόσιο, στη χαμηλότερη μισθολογικά βαθμίδα του, θεώρησε ότι θα της εξασφάλιζε ηρεμία και σταθερότητα. Τα όνειρα, όμως, της Ελπίδας διαψεύστηκαν, όταν τοποθετήθηκε στο μοιραίο γραφείο το 2017.

«Σου αρέσει, αλλά δεν το ξέρεις». Αυτή ήταν η μόνιμη επωδός σε κάθε διαμαρτυρία της Ελπίδας, η οποία συνυπήρχε στο ίδιο γραφείο με τον «διαχυτικό» προϊστάμενό της για περίπου τέσσερα χρόνια. «Μου φάνηκε εξαρχής περίεργο, που ως προϊστάμενος δεν ήθελε να έχει το δικό του γραφείο», επισημαίνει. Μετά άρχισαν τα «κρύα αστεία» και οι παρακλήσεις «να του μιλάω στον ενικό». «Μωρό μου» ή «μπέμπα» ήταν η συνήθης κλητική προσφώνηση εντός υπηρεσίας, ακόμη και ενώπιον άλλων υπαλλήλων. «Από την πρώτη μέρα έδειξα την ενόχλησή μου και ζήτησα σεβασμό», λέει η ίδια, «όμως δεν εισακούστηκα από τον ίδιο, ο οποίος όσο περνούσαν οι μήνες άρχιζε να παρεκτρέπεται και να απευθύνεται στο πρόσωπό μου με χαρακτηρισμούς πεζοδρομίου». Ο τρόπος, βέβαια, με τον οποίο αναφερόταν εν γένει στις γυναίκες «ήταν εξόχως απαξιωτικός». Ως μια ιδανική εναλλακτική προοπτική θεώρησε η ίδια τη μετάθεσή της σε άλλη υπηρεσία, την οποία, ωστόσο, έπρεπε να εγκρίνει και να υπογράψει... ο ίδιος. «Ο κόσμος να χαλάσει, εσύ και εγώ θα μείνουμε στο ίδιο γραφείο», μονολογούσε. «Απευθύνθηκα αρχικά σε μια ανώτερή μου γυναίκα, διαμηνύοντάς της ότι καλό θα ήταν ο διευθυντής διακριτικά να τον επαναφέρει στην τάξη», διηγείται η 52χρονη, που δεν βρήκε ανταπόκριση, οπότε ζήτησε να μιλήσει η ίδια. Παρότι το αίτημα της Ελπίδας έφερε τη σημείωση «προσωπικό θέμα», ο διευθυντής δήλωνε έλλειψη χρόνου και μετέθετε συνεχώς τη συζήτηση, μέχρι που... έφυγε με καλοκαιρινή άδεια. Στο τέλος έγινε μια συζήτηση παρουσία των δύο πλευρών και αυτοπτών μαρτύρων. «Ομως, όταν πήρε τον λόγο, ήταν ο προϊστάμενός μου ο οποίος, ενώ μέχρι τότε μου έδινε άριστα στις αξιολογήσεις, δήλωσε ότι ήμουν ανεπαρκής και ανυπάκουη στις εντολές του». Ακολούθησε μια πιο «κλειστή» συνάντηση, κατά την οποία ζητήθηκε από την Ελπίδα να αλλάξει πόστο και να δεσμευτεί ότι δεν θα κάνει αναφορά και δεν θα ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά της εντός ή εκτός υπηρεσίας. «Είχα, όμως, πλέον φοβηθεί, οπότε απευθύνθηκα σε νομική σύμβουλο του σωματείου μας, η οποία μου επεσήμανε ότι επρόκειτο για τρία διαφορετικά αδικήματα: σεξουαλική παρενόχληση, εκφοβισμός και κατάχρηση εξουσίας». Η αναφορά της έφθασε στα ανώτατα κλιμάκια, απ’ όπου εισέπραξε προφορικά μια συγγνώμη.

Τι απεφάνθη η ΕΔΕ

«Για να ξεκινήσει η ΕΔΕ χρειάστηκε να περάσουν μήνες και να ασκήσει πίεση ο Συνήγορος του Πολίτη». Η ΕΔΕ, όμως, δικαίωσε τον προϊστάμενο της Ελπίδας, ο οποίος επικαλέστηκε ότι όλες οι κινήσεις της εκπορεύονταν από την απροθυμία της να δουλέψει. Οι δύο τους συνέχισαν, σε ψυχροπολεμικό κλίμα, να εργάζονται στο ίδιο γραφείο για εννέα μήνες. Στη συνέχεια άλλαξε πόστα, μέχρι που επανήλθε στην αρχική, οργανική της θέση. Εκείνος την έχει μηνύσει για συκοφαντική δυσφήμηση, καταλογίζοντάς της «κατωτέρα μόρφωση και τάξη». Η Ελπίδα έχει κάνει αγωγή στο Δημόσιο που δεν την προστάτευσε – από την ψυχική οδύνη και κατ’ επέκταση ψυχοσωματικά νοσήματα.

Θα μπορούσε το ζήτημα να είχε επιλυθεί νωρίτερα, προτού φτάσουν στις αίθουσες των δικαστηρίων; «Αν υπήρχε θέληση από τους ανώτερους, θα μπορούσε να είχε λυθεί ενδοϋπηρεσιακά», απαντά στο εύλογο ερώτημα η Ελπίδα, «όμως πρόκειται για ένα περιβάλλον ανδροκρατούμενο, στο οποίο εγώ που τόλμησα και κατήγγειλα σεξουαλική παρενόχληση θεωρούμαι από όλους ξένο σώμα». Ελλειψη ενσυναίσθησης και εκπαίδευσης, αλλά και απουσία πρωτοκόλλου για τη διαχείριση τέτοιων υποθέσεων είναι μερικές από τις παθογένειες που αναδεικνύονται μέσα από την ιστορία της Ελπίδας (σ.σ. τα πλήρη στοιχεία της στη διάθεση της «Κ»).

«Σου αρέσει, αλλά δεν το ξέρεις». Αυτή ήταν η μόνιμη επωδός σε κάθε διαμαρτυρία της Ελπίδας προς τον «διαχυτικό» προϊστάμενό της.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

el-gr

2022-08-13T07:00:00.0000000Z

2022-08-13T07:00:00.0000000Z

https://kathimerini.pressreader.com/article/281857237316525

Kathimerini Digital