Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ePaper

«Θα το δέσω, ό,τι καιρό κι αν έχει»

Κάποια λιμάνια και κάποιοι αέρηδες είναι πολύ δύσκολα, αλλά οι χειρότερες στραβές γίνονται με μπουνάτσα

Του ΗΛΙΑ Γ. ΜΠΕΛΛΟΥ

Ηταν 11.15, βράδυ Δευτέρας, όταν η επιβλητική φιγούρα του κατάφωτου Blue Star «Δήλος» έμπαινε στο λιμάνι του Πειραιά. Με μία μανούβρα που θύμιζε πιρουέτα, το 145 μέτρων σκαρί πρυμνοδέτησε μέσα σε ελάχιστα λεπτά και άρχισε να ξεφορτώνει ένα μεγάλο πλήθος επιβατών και σειρές οχημάτων, επιστρέφοντας από την Πάρο, τη Νάξο και τη Σαντορίνη.

Στη γέφυρα του Blue Star «Δήλος» ο καπετάνιος Κυριάκος Χωριανόπουλος, ένας από τους πολύπειρους πλοιάρχους που μας ταξιδεύουν τα καλοκαίρια στις διακοπές μας, αλλά και φροντίζουν για τη σύνδεση των νησιωτών με την ηπειρωτική χώρα όλο τον χρόνο. «Τα πλοία μεγαλώνουν, αλλά μαζί τους μικραίνουν και τα λιμάνια», μου λέει όταν τον ρωτάω πόσο δύσκολο είναι να πιάνει και να αφήνει συνεχώς λιμάνια στα συνεχή ταξίδια του στην Πάρο, στη Νάξο και στη Σαντορίνη, που ξεκινούν την άνοιξη και τελειώνουν το φθινόπωρο. Ο καπετάν Κυριάκος, όμως, τα ξέρει τα λιμάνια όπως την παλάμη του και ακόμη περισσότερο το πλοίο του, και παρά τις όποιες αναποδιές του καιρού, είναι πάντοτε στην ώρα του. Συνεπής στο ραντεβού του τόσο στα νησιά όσο και στον Πειραιά.

Αρχίζει να φορτώνει φορτηγά, όπως μου εξηγεί, από τις πεντέμισι τα χαράματα και στις επτά σαλπάρει για να ολοκληρώσει το ταξίδι του λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της ίδιας ημέρας. Κάθε ημέρα της εβδομάδας, κάθε εβδομάδα του μήνα, κάθε μήνα του καλοκαιριού και ακόμη παραπάνω. «Και πότε βλέπεις την οικογένειά σου;» ρωτάω. «Στην άδεια ή αν έρθουν μαζί σε κανένα ταξίδι ή όποτε μπορέσω να γυρίσω σπίτι το βράδυ», αποκρίνεται. Γιατί τα περισσότερα βράδια κοιμάται στο πλοίο, όπως και τουλάχιστον 18 ακόμη άτομα, από τα 87 συνολικά μέλη του πληρώματος, που έχουν πάντα βραδινή βάρδια, μου λέει.

Μοιάζει μονότονη δουλειά γεμάτη ευθύνες, όμως ο 57χρονος Κυριάκος την αγαπάει πολύ. «Κανένα ταξίδι δεν είναι ίδιο με το προηγούμενο και η χαρά τού να βοηθάς τον κόσμο να μετακινηθεί, είτε για δουλειά είτε για διακοπές, δεν συγκρίνεται» μου εκμυστηρεύεται. Πώς να μην την αγαπάει, άλλωστε, όταν από την προνομιακή θέση της γέφυρας, και από τις βαρδιόλες στα δεξιά και αριστερά της, μπορεί και ατενίζει όχι μόνο το απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου, με τις ανατολές και τα ηλιοβασιλέματά του, αλλά και δελφίνια να σερφάρουν στα απόνερά του.

Δελφίνια και φάλαινες

«Υπάρχουν πολλά πολλά δελφίνια και παίζουν συνέχεια με το πλοίο», σχολιάζει με συγκρατημένο ενθουσιασμό. «Μόνο δελφίνια;» του γυρίζω. «Και φάλαινες», μου λέει με χαμόγελο. Και ξεκινά να μου διηγείται ταξίδια παλιότερα στην Αδριατική, βόρεια της Κέρκυρας, όπου τα μεγάλα θηλαστικά τού έκαναν παρέα. Αλλά και σε άλλες ρότες, όπως στα δρομολόγια που έκανε παλιότερα από Ρόδο προς Καστελλόριζο. Πώς επέλεξε όμως να γίνει ναυτικός και τελικά καπετάνιος; Οχι, δεν είχε σχέση η οικογένειά του με τη θάλασσα. Ζούσαν στη Νάξο και από μικρός κατέβαινε στην προβλήτα του λιμανιού, που, θυμάται, «δεν έχει αλλάξει πολύ από τότε», για να παρακολουθεί τα καράβια να έρχονται και να φεύγουν. «Μου άρεσε πολύ και έτσι όταν τελείωσα το λύκειο στην Γκράβα, μπήκα κατευθείαν στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων Ασπροπύργου, απ’ όπου αποφοίτησα το 1988».

Χαρακτηρίζει κομβική τη στιγμή που μπήκε στην Attica Συμμετοχών και ανέβηκε στα καράβια της μεγαλύτερης ελληνικής ακτοπλοϊκής. «Ηταν σαν να πήγα από Ζάσταβα σε Φεράρι», υπογραμμίζει με τον χαρακτηριστικό σοβαρό του τρόπο. Αν και αγαπάει εμφανώς και τη δουλειά του, και τη θάλασσα, και το πλοίο, και τους συναδέλφους του, εξηγεί πως δεν είναι όλα πάντοτε εύκολα. «Δηλαδή, έχεις φοβηθεί κάποια στιγμή;» τολμώ να τον ρωτήσω. «Να φοβηθώ όχι, αλλά να είμαι στην τσίτα ναι. Οχι για τους καιρούς και όχι όταν βρίσκομαι καθ’ οδόν». Σταματάει να μιλάει για λίγο αναλογιζόμενος κάτι και γυρίζει και μου λέει κοιτώντας με στα μάτια: «Να ξέρεις, άλλωστε, πως οι χειρότερες στραβές γίνονται με μπουνάτσα».

Και ξαναπιάνει τη κουβέντα από εκεί που την άφησε: «Είμαι πάντα σε αυξημένη εγρήγορση, κυρίως όμως όταν πιάνουμε σε λιμάνι με κακό καιρό». «Θα το δέσω με όποιον καιρό και να ’χει, αλλά κάποια λιμάνια και κάποιοι αέρηδες είναι πολύ δύσκολα». «Οπως όταν φυσάει νοτιοδυτικός στη Σαντορίνη», μου λέει και θυμάται μια φορά που χρειάστηκε να δέσει, να ξεφορτώσει και να ξαναβγεί αμέσως έξω για να μην καταπονείται το πλοίο και η προβλήτα από τον έντονο κυματισμό, έως ότου επιστρέψει, ξαναδέσει και φορτώσει εκ νέου επιβάτες και αυτοκίνητα για την επιστροφή. Ούτε τα περυσινά Χριστούγεννα θα ξεχάσει όπως αναφέρει, οπότε και χρειάστηκε να κάνει παράκαμψη στην πορεία του και να κατεβάσει το rescue boat νότια της Σύρου, στη βραχονησίδα Μέρμηγκα, παραμονή της Γέννησης για να βοηθήσει στη διάσωση μεταναστών που είχαν ναυαγήσει. Ή μια άλλη φορά που χρειάστηκε να πιάσει εκτός δρομολογίου στη Σύρο για να κατεβάσει άνθρωπο σε ανάγκη, «που δεν θα άντεχε μέχρι τον Πειραιά». Πολλές οι ιστορίες του καπετάν Κυριάκου Χωριανόπουλου και δεν χωράνε σε τούτες τις γραμμές. Ούτε μπορούν, εξάλλου, με λέξεις να αποτυπωθούν οι μνήμες που έχει συλλέξει από τους απέραντους θαλασσινούς ορίζοντες η ματιά του.

Κανένα ταξίδι δεν είναι ίδιο με το προηγούμενο και η χαρά τού να βοηθάς τον κόσμο να μετακινηθεί, είτε για δουλειά είτε για διακοπές, δεν συγκρίνεται.

Τα καινούργια καράβια έχουν και πάρα πολλά σύγχρονα ηλεκτρονικά, αλλά πάντοτε όλα αυτά χρειάζονται την ανθρώπινη εποπτεία.

ΠΡΩΤΗ ΣΕΛΙΔΑ

el-gr

2022-08-13T07:00:00.0000000Z

2022-08-13T07:00:00.0000000Z

https://kathimerini.pressreader.com/article/282248079340461

Kathimerini Digital