Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ePaper

Επιστροφή στην Υδρα των ’60s

Ο Βρετανός κοσμοπολίτης Άρθουρ Φιτζγουίλιαμ φιλοδοξεί να αναβιώσει τη χαλαρή ατμόσφαιρα της εποχής του Κοέν

Συνέντευξη στη ΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΑΡΟΥ

Στην ξαπλώστρα, λίγα μέτρα από εκεί όπου σκάει το κύμα, στο Μανδράκι της Υδρας και δη στην όμορφη χώρα ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνιο, μου ήρθε στο μυαλό η σκηνή στο «Eat Pray Love», στην οποία οι Ιταλοί εξηγούν στην Τζούλια Ρόμπερτς τι σημαίνει il dolce far niente – η ομορφιά του να μην κάνεις τίποτα, να απολαμβάνεις απλώς τον χρόνο που περνάει. Ειδικά αν είσαι σκαστή από τη δουλειά, θα προσέθετα.

Βέβαια, σήμερα η γλυκιά απραξία από τρόπος ζωής έχει καταντήσει κλισέ όπως η ντόλτσε βίτα. Oλο τον χρόνο σχεδιάζουμε τις διακοπές στις οποίες θα «ξεκουραστούμε», ψάχνουμε το ιδανικό κατάλυμα για να το πετύχουμε, τις τέλειες συνθήκες να χαλαρώσουμε από το στρες της καθημερινότητας. Αλλά ακόμη και εκείνη την ευλογημένη ώρα των διακοπών, το μυαλό παραμένει στη δουλειά, τα notifications χτυπούν ασταμάτητα, παραμένουμε συνδεδεμένοι με ό,τι μας ενοχλεί και μας κουράζει. Ακόμη και για να εξασφαλίσουμε μια ξαπλώστρα, κάπου να απλώσουμε την αρίδα μας, χρειάζεται να καταβάλουμε έναν μικρό κόπο.

Κακά τα ψέματα, το να μην κάνεις τίποτα είναι σήμερα η απόλυτη πολυτέλεια. Αυτό είπε πέρυσι και ο Αρθουρ Φιτζγουίλιαμ στους ανθρώπους της Wrapsody, που έπρεπε να εκπονήσουν την επικοινωνιακή στρατηγική για την ολοκαίνουργια ξενοδοχειακή μονάδα του στο Μανδράκι, στον ιστορικό κόλπο όπου ο Ανδρέας Μιαούλης έκρυβε τον στόλο του.

«Με ρώτησαν: “Τι πουλάς;”. “Τίποτα”, τους είπα. “Τη δυνατότητα να μην κάνεις τίποτα. Να έρθεις εδώ και μην έχεις αγωνίες ή ανησυχίες”. Και τότε με ρώτησαν: “Ναι, αλλά τι θα κάνει κάποιος σε μια μέρα;”. “Τίποτα”, ξαναλέω. “Θα πάει στην παραλία, θα φάει, θα κάνει μια βόλτα στη θάλασσα ή στην πόλη”».

Στην πραγματικότητα ο Φιτζγουίλιαμ περιέγραφε επακριβώς αυτό που υπήρξε κάποτε η Υδρα για τον ίδιο: ένα ησυχαστήριο, η γωνιά του κόσμου όπου κανείς δεν μπορούσε να τον βρει.

Πρωτοήρθε στο νησί στα τέλη της δεκαετίας του ’60, στα 17 του, ακολουθώντας τον διπλωμάτη πατέρα του. «Τότε πήγαινες ή Υδρα ή Σπέτσες. Δεν είχε ανακαλυφθεί η Μύκονος», εξηγεί με το υπόκωφο βρετανικό χιούμορ που η κοσμοπολίτικη ζωή –έχει ζήσει μεταξύ άλλων σε Αγγλία, Ελλάδα, Αργεντινή, ΗΠΑ, Ντουμπάι, Χονγκ Κονγκ, Νιγηρία, Γερμανία– δεν έχει καταφέρει να κατευνάσει. Θυμάται πόσο γοητευτική του είχε φανεί, όχι όμως από τη βαριά ιστορία της, το φυσικό κάλλος της, από τα αρχοντικά και των καπετανόσπιτα, τις 300 εκκλησίες ή τα πλακόστρωτα, αλλά από τα όμορφα κορίτσια που έμοιαζε να την κατακλύζουν. «Ημουν 17 θυμίζω», λέει, ενώ απολαμβάνουμε το πρωινό μας στο εστιατόριο του ξενοδοχείου. Οχι τυχαία, η Ελληνίδα τρώει μια ομελέτα και ο Βρετανός γιαούρτι με φρούτα και σπόρους chia. «Η Υδρα τότε για μένα ήταν ντίσκο και κορίτσια». Πράγματι, στα τέλη των ’60s, στις αρχές των ’70s, η Υδρα με τα θρυλικά της μπαρ όπως η Λαγουδέρα, ήταν το απόλυτο place to be για το εγχώριο και διεθνές τζετ σετ. Και για καλλιτέχνες όμως όπως ο περίφημος Λέοναρντ Κοέν.

Τελικά, όμως, για τον Αρθουρ Φιτζγουίλιαμ έμελλε η Υδρα να είναι κάτι παραπάνω από εφηβικός έρωτας. Εμεινε ανεξίτηλη πάνω του όπως μια παιδική φιλία. Σε όποιο μέρος του κόσμου και αν βρισκόταν για δουλειά –υπήρξε επιτυχημένος οικονομικός σύμβουλος– θα επέστρεφε στο νησί, αρχικά μόνος του και έπειτα με τη γυναίκα του Τζάνις, για να πάρουν ανάσες, να ξαναβρούν τον εαυτό τους. «Για πολλά χρόνια δούλευα 14 ώρες την ημέρα 7 ημέρες την εβδομάδα. Ετρεχα μια εταιρεία με γραφεία σε 23 χώρες. Δεν περνούσα πάνω από τρεις ημέρες σε καμία χώρα. Δύο βράδια την εβδομάδα κοιμόμουν σε αεροπλάνα. Στην Υδρα ερχόμουν για να ηρεμήσω. Αυτός ήταν ο λόγος, όχι για να δω τις 300 εκκλησίες, ούτε τα γαλάζια νερά. Είναι ωραία να κολυμπάς εδώ, αλλά είναι ωραία και στην Καραϊβική. Δεν έχω δει πιο κρυστάλλινα νερά από την ανατολική ακτή του Μεξικού. Στην Υδρα έρχεσαι να χαλαρώσεις και να απολαύσεις την ηρεμία. Και η ηρεμία σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην έλλειψη αυτοκινήτων. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ξεκουράζει αυτό. Θα το καταλάβεις φεύγοντας. Ερχόμουν για τρεις ημέρες και ήταν σαν να έλειπα ένα μήνα».

Το ’83 το ζευγάρι αγόρασε ένα σπίτι. «Ενα ερείπιο», διορθώνει τον εαυτό του ο κ. Αρθουρ. Τους πήρε όμως 30 χρόνια να αποφασίσουν να το επισκευάσουν. Μέχρι τότε έμεναν σε ξενοδοχεία, γνώριμο habitat για τον Βρετανό που γύριζε όλο τον κόσμο. «Και δεν μπορούσα να μένω και οπουδήποτε. Αφού έλεγα στους ανθρώπους τι να κάνουν με τα λεφτά τους, έπρεπε να “δείχνω” λεφτά, οπότε έμενα στα καλύτερα ξενοδοχεία. Εχω μείνει σε ξενοδοχεία σε 23 χώρες». Κάπως έτσι διαμόρφωσε άποψη για το τι σημαίνει καλό ξενοδοχείο. «Αυτό που έχω εκτιμήσει περισσότερο είναι η άνεση, το ease of life. Στο Mandarin στο Χονγκ Κονγκ θυμάμαι υπήρχε ένας μπάτλερ σε κάθε όροφο. Εξαιρετική εξυπηρέτηση, αλλά όχι προκλητική».

Η απόφαση να μπει στην περιπέτεια της ανακατασκευής – διατηρώντας την ιστορική αρχιτεκτονική– και λειτουργίας ενός ξενοδοχείου, χωρίς καμία εμπειρία από τον χώρο τουρισμού, ήρθε τα χρόνια της σύνταξης. «Ο στόχος ήταν να απολαμβάνουμε τη ζωή μένοντας στην Υδρα έξι μήνες τον χρόνο, όμως είδα ότι δεν μπορώ να κάθομαι». Το να μην κάνεις τίποτα είναι τελικά πολυτέλεια μόνο για τους σκληρά εργαζόμενους.

«Επίσης είμαι σχετικά καλός επιχειρηματίας, που αρπάζει τις ευκαιρίες που του παρουσιάζονται». Η αρχική του σκέψη ήταν με το Mandraki Beach Resort να επαναφέρει την αίγλη της Υδρας και την έννοια της φιλοξενίας που εκείνος είχε γνωρίσει. Αυτά που δεν είχε γνωρίσει ήταν η ξακουστή ελληνική γραφειοκρατία και η επικάλυψη αρμοδιοτήτων μεταξύ των αρμόδιων υπηρεσιών, όμως καθώς ο ήλιος βυθίζεται στη θάλασσα μπροστά μας, κι ενώ περιμένουμε το καραβάκι για το λιμάνι της Υδρας, νιώθοντας λίγο ταλαντούχοι κύριοι Ρίπλεϊ, μας γίνεται κατανοητό γιατί κάποιος να μπει σε όλο αυτόν τον κόπο.

Με ρώτησαν: «Τι πουλάς;». «Τίποτα», τους είπα. «Τη δυνατότητα να μην κάνεις τίποτα. Να έρθεις εδώ και μην έχεις αγωνίες ή ανησυχίες».

Στην Υδρα έρχεσαι να χαλαρώσεις και να απολαύσεις την ηρεμία. Και η ηρεμία σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην έλλειψη αυτοκινήτων.

ΤΈΧΝΕς & ΓΡΆµµΑΤΑ

el-gr

2022-08-13T07:00:00.0000000Z

2022-08-13T07:00:00.0000000Z

https://kathimerini.pressreader.com/article/282333978686381

Kathimerini Digital