Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ePaper

Δεν είμαι μακάριος και ευτυχής

– Ποια «εργαλεία» προσφέρει ο ηθοποιός στον συγγραφέα – και τούμπαλιν;

– Φαντασία, καλλιέργεια, ενσυναίσθηση. Αυτά είναι τα προαπαιτούμενα του ερμηνευτή χαρακτήρων και ακριβώς τα ίδια του συγγραφέα, προσθέτοντας το ιδιαίτερο «σχιζοφρενικό» χαρακτηριστικό της γραφής: την ταύτιση και την αποστασιοποίηση την ίδια στιγμή και στον ίδιο βαθμό.

– Ποιος είναι ο μεγαλύτερος «εχθρός» ενός ηθοποιού; Και ενός συγγραφέα;

– Η προχειρότητα και το να παρασύρεται από το θυμικό του. Αυτοί είναι οι ίδιοι εχθροί αμφοτέρων των ενασχολήσεων. Κάθε άλλης ενασχόλησης θα προσέθετα...

– Και ποιες ευκολίες υπάρχουν στο γράψιμο σε σύγκριση με τη συνθήκη της υποκριτικής;

– Ευκολία σημαίνει λιγότερη πνευματική καταπόνηση, μικρότερη προσπάθεια, συντομότερη διαδρομή. Κι εγώ πιστεύω στο «Μη βιάζεις το ταξίδι διόλου» της Καβάφειας Ιθάκης. Επί σχεδόν δεκαπέντε χρόνια, έγραφα, έσβηνα, αναθεωρούσα, ξανάγραφα· έτσι που το τελικό προϊόν να είναι μόνο ένα κομμάτι των κειμένων μου. Στα συρτάρια μου, το υλικό αυτού του βιβλίου είναι υπερπολλαπλάσιο. Καμιά ευκολία, λοιπόν. Οσον αφορά την υποκριτική, έχει κι αυτή κανόνες, ελαστικότερους, θα μπορούσα να πω, και περισσότερες επιλογές, αλλά νομίζω ότι και εδώ δεν αρκούν η φυσική κλίση και το τάλαντο· χρειάζεται μυαλό και, όπως μας έλεγαν οι παλαιότεροι δάσκαλοι, η επιλογή της μακρύτερης διαδρομής. Πράγμα διόλου επιθυμητό και αγαπητό σε καιρούς ταχύτητας.

– Το θέμα της υποβοηθούμενης ευθανασίας είναι ακανθώδες. Θα θέλατε να μπορούσατε να ορίσετε το τέλος σας;

– Σίγουρα θα ευχόμουν, αν φτάσω στο σημείο να έχω απολέσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και να βαδίζω αναπόδραστα προς το μη αναστρέψιμο, να απαλλαγώ από το μαρτύριό μου σύμφωνα με τη ρήση του Σοφοκλή «καλώς θανείν» ή το χριστιανικό «εν ειρήνη τελειούται».

– Εκτός από τον Παπαδιαμάντη, η επιρροή του οποίου είναι φανερή, ποιοι άλλοι συγγραφείς σας έχουν καθορίσει;

– Από πού να αρχίσω... Είμαι επηρεασμένος από τα γυμνασιακά μου αναγνώσματα, από τις νεανικές μου αυταπάτες, από τις βραδιές μου στις δανειστικές βιβλιοθήκες, από την έκπληξή μου όταν διάβασα για πρώτη φορά Ντοστογιέφσκι, από τον ώριμο Τολστόι, από τον Τσέχωφ και τον ανθρωπισμό του, από τον Σολωμό, τον Μπρεχτ, τον Καμύ, τον Ρίτσο, τον Ελύτη, τον Μουρακάμι, αλλά και τον Σπινόζα και τον Γιάλομ.

– Υπάρχει επιθυμία από μέρους σας να δούμε την ιστορία της Αννας στη σκηνή ή στην οθόνη;

– Η ιστορία μου είναι φτιαγμένη από εικόνες. Μακάρι να εμπνεύσει κάποιον κινηματογραφιστή. Εγώ... την παρέδωσα.

– Πέντε ρήματα «συνώνυμα» του γράφω;

– Συνθέτω, χαράσσω, συλλαβίζω, αποτυπώνω, αφηγούμαι.

– Στο «Εκεί που ζούμε» του Σωτήρη Γκορίτσα πώς θα σας δούμε;

– Ερμηνεύω τον πατέρα του Προμηθέα Αλειφερόπουλου, που είναι ο πρωταγωνιστής. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, το αποτύπωμα ενός χαρακτήρα που έχει ξεμείνει από άλλη εποχή – την εποχή του «Βαλκανιζατέρ» για όσους έχουν δει τη συγκεκριμένη ταινία.

– Η πανδημία πώς και πόσο σας έχει επηρεάσει ως άνθρωπο και καλλιτέχνη;

– Μεγάλωσε τις αβεβαιότητές μου, ενίσχυσε τις ανασφάλειές μου, ελάττωσε τις ώρες του ύπνου μου, με έκανε να συγκεντρωθώ στα χρειώδη, τα απαραίτητα, και με οδήγησε σε μια εξ αποστάσεως θεώρηση των γεγονότων, αντιλαμβανόμενος τη σημασία της λέξης «επικαιρότης».

– Τρεις και πλέον δεκαετίες στο κουρμπέτι (σχεδόν τέσσερις;) τι έχετε μάθει για τους ανθρώπους και τι για τον εαυτό σας;

– Μεγαλώνοντας βλέπω πόσο λίγα γνωρίζω, κυριαρχούν τα ερωτηματικά, υστερούν οι βεβαιότητες. Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι είμαι μακάριος και ευτυχής, λοιπόν. Αλλωστε, όπως προβοκατόρικα γράφει ο Νίτσε, «για όσους επιλέγουν τη σκέψη και τη γνώση δεν υπάρχουν χαρούμενες ζωές».

– Ανυπομονείτε για το «Dogville»; Τι πιστεύετε ότι κάνει αυτό το έργο ξεχωριστό;

– Διαθέτει «Μπρεχτική» οικονομία και δομή χρησμού. Ο μύθος του είναι μια κραυγή ενάντια στην υποκρισία. Ο ίδιος ο Λαρς φον Τρίερ το έχει πολύ εύστοχα περιγράψει: «Το να προκαλείς δεν είναι το πιο εύκολο πράγμα στο κόσμο. Δεν αποτελεί όμως βάση για να κάνεις σημαντική τέχνη και δεν αφορά τη δική μου δουλειά. Αν προκαλώ κάποιον, αυτός είναι ο εαυτός μου. Κηρύττω διαρκώς τον πόλεμο σε εμένα τον ίδιο, στον τρόπο με τον οποίο μεγάλωσα, στις προσωπικές μου αξίες, και επιτίθεμαι σθεναρά στη φιλοσοφία με την οποία με ανέθρεψαν».

Οπως προβοκατόρικα γράφει ο Νίτσε, «για όσους επιλέγουν τη σκέψη και τη γνώση δεν υπάρχουν χαρούμενες ζωές».

ΤΈΧΝΕς & ΓΡΆµµΑΤΑ

el-gr

2022-08-13T07:00:00.0000000Z

2022-08-13T07:00:00.0000000Z

https://kathimerini.pressreader.com/article/282501482410925

Kathimerini Digital