Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ePaper

Ενα «εθνικό ζήτημα» για την οικονομία

Του ΣΕΡΑΦΕΊΜ ΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΊΔΗ

Από τα τριμηνιαία στοιχεία για την οικονομία που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ, επιβεβαιώνεται το ουσιαστικό, δομικό πρόβλημα με το οποίο μάθαμε να ζούμε. Στο τρίτο τρίμηνο της χρονιάς, οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν 0,3% σε σχέση με την ίδια περίοδο πέρυσι, ενώ οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 8,6%. Το ποσοστό χρησιμοποίησης εργοστασιακού δυναμικού είναι 75,8%, σύμφωνα με το Δελτίο Εξελίξεων στη Βιομηχανία (ΙΟΒΕ). Τον Δεκέμβριο 2021, οι εξαγωγές προϊόντων (χωρίς τουρισμό και άλλες υπηρεσίες) ήταν 28,8 δισ. ενώ οι εισαγωγές 48,5 δισ. ευρώ. Συνεπώς έχουμε εμπορικό έλλειμμα 19,7 δισ. ευρώ τον χρόνο, αυτά λείπουν και πρέπει να τα διεκδικήσουμε από την παγκόσμια αγορά. Θα μπορούσε (έπρεπε) να είναι το αφανές εθνικό ζήτημα: Πώς θα πάρουμε τα 20 δισ. που δεν έχουμε ως οικονομία και πρέπει (μπορούμε) να αποκτήσουμε πωλώντας προϊόντα; Είναι μόνιμο πρόβλημα της χώρας και της οικονομίας.

Με τη σημερινή συγκυρία στην οποία οι συνέπειες της πανδημίας συνδυάζονται με γεωπολιτικούς κινδύνους και την απειλή ύφεσης της διεθνούς και κυρίως της ευρωπαϊκής οικονομίας, το σκηνικό γίνεται πολύπλοκο. Μοιάζει εφιαλτικό, αλλά η αλήθεια είναι ότι πολλές επιτυχημένες επιχειρηματικές κινήσεις έχουν αφετηρία μία από τις προηγούμενες κρίσεις.

Συνήθως το έλλειμμα εξωστρέφειας και οι χαμηλές επιδόσεις της οικονομίας αποδίδονται κυρίως σε λάθη, παραλείψεις, γραφειοκρατική αγκύλωση και άλλα αντικίνητρα για ανάπτυξη που καταλογίζονται στο κράτος. Και σίγουρα οι επιλογές των κυβερνήσεων επηρεάζουν την κατάσταση. Ωστόσο η αλήθεια είναι ότι εκτός από τις κυβερνητικές ευθύνες υπάρχει και έλλειμμα επιχειρηματικότητας. Ακόμα και σε περιπτώσεις επιτυχημένων κινήσεων, μπορούμε να εντοπίσουμε συστηματική φοροδιαφυγή, εταιρείες που φραστικά είναι υπέρ της παραγωγής και στην πράξη προσφέρουν εισαγόμενα. Και σε όλες τις περιπτώσεις έχουν μία (τουλάχιστον) καλή δικαιολογία. Ωστόσο το ζητούμενο είναι να αναδειχθούν ελληνικές επιχειρήσεις που θα καταφέρουν να αντέξουν τις συνέπειες μιας κρίσης που κανείς δεν γνωρίζει την έκβασή της, αλλά και να θριαμβεύσουν. Αλλωστε, δεν είναι μόνον οι συνέπειες της κρίσης, τα προβλήματα σε οικονομίες όπως η Κίνα, η άνοδος του πληθωρισμού, το τέλος του φθηνού χρήματος, η πολιτική αβεβαιότητα σε εκλογική χρονιά, υπάρχουν και οι απαιτήσεις της πράσινης μετάβασης που προσθέτουν νέες προκλήσεις.

Συνήθως η συνταγή στο «εγχειρίδιο κρίσης» απαιτεί από όσους διοικούν επιχειρήσεις αποφασιστικότητα, σκληρές επιλογές και δημιουργικότητα, αλλά αυτή τη φορά δεν είναι βέβαιον ότι είναι αποτελεσματικές οι συστάσεις από το παρελθόν.

Το μεγάλο ζητούμενο είναι η αντοχή, το πλεονέκτημα ανθεκτικότητας στις αλλεπάλληλες κρίσεις που ενσκήπτουν. Πολλοί θεωρούν ότι η ανθεκτικότητα αφορά τη δυνατότητα να ανακάμπτει ένας οργανισμός γρήγορα, αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Είναι η ικανότητα χειρισμού των κρίσεων, προσαρμογής στις νέες συνθήκες και δρομολόγηση της ανάπτυξης. Να προετοιμάζονται για την ύφεση αλλά και για την έξοδο από αυτήν.

Ενδεχομένως πρόκειται για την ικανότητα να αναρωτηθεί κανείς με σωστές ερωτήσεις που δεν ανοίγουν πάντα ευχάριστα θέματα: Διαθέτουμε τις δυνατότητες να ανταποκριθούμε αποτελεσματικά στην τρέχουσα κατάσταση; Μπορούμε να προβλέψουμε την εξέλιξη, τη συνέχεια; Μπορούμε να προσαρμοστούμε γρήγορα σε μια νέα κατάσταση;

Οι ειλικρινείς απαντήσεις σε ουσιαστικά ερωτήματα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η κατάρρευση εταιρειών γίνεται συνήθως επειδή αποφεύγουν ερωτήσεις αυτού του είδους ή δίνουν λάθος απάντηση. Ισως η μεγαλύτερη δυσκολία είναι να κάνουν ένα βήμα πίσω από την πιεστική καθημερινότητα, προκειμένου να δουν πραγματικά προβλήματα που δεν είναι πάντα φανερά ούτε και προφανή.

Εχουμε εμπορικό έλλειμμα 19,7 δισ. ευρώ τον χρόνο, αυτά λείπουν και πρέπει να τα διεκδικήσουμε από την παγκόσμια αγορά.

ΑΓΟΡΕΣ & ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

el-gr

2022-12-10T08:00:00.0000000Z

2022-12-10T08:00:00.0000000Z

https://kathimerini.pressreader.com/article/282475712866834

Kathimerini Digital