Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ePaper

Σε καλή θέση το ελληνικό τραπεζικό σύστημα

Αντρέα Κοστάνζο, αντιπρόεδρος της DBRS Morningstar για τα παγκόσμια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα

Τόσο οι αποτυχίες της Silicon Valley Bank και της Signature Bank, όσο και η αναταραχή γύρω από την Credit Suisse, που οδήγησε τελικά στην εξαγορά από τη UBS, οφείλονται κατά βάση σε ιδιοσυγκρασιακά στοιχεία, τα οποία σε δεύτερο χρόνο επιδεινώθηκαν από τη συνεχιζόμενη ταχεία αύξηση των επιτοκίων και την τρέχουσα αστάθεια στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Βλέπουμε γενικά τις ευρωπαϊκές τράπεζες να βρίσκονται σε καλή θέση από πλευράς κινδύνου, ρευστότητας και κεφαλαιοποίησης. Οι τράπεζες της Ε.Ε. έχουν γενικώς χαμηλότερα ανοίγματα σε τίτλους σταθερού εισοδήματος και πιο σταθερές καταθέσεις λιανικής. Επιπλέον, υπόκεινται σε ένα κανονιστικό πλαίσιο που περιλαμβάνει αυστηρότερες πολιτικές διαχείρισης επιτοκιακού κινδύνου και ρευστότητας, ακόμη και για τις μικρότερες τράπεζες. Ωστόσο, αναγνωρίζουμε ότι η απώλεια της εμπιστοσύνης των επενδυτών και η κρίση ρευστότητας μπορεί να συμβεί πολύ γρήγορα. Επίσης, οι μεταβολές στα επιτόκια, σε συνδυασμό με την υψηλή αστάθεια μπορούν να δημιουργήσουν προκλήσεις για τις τράπεζες. Επομένως, παρακολουθούμε στενά τις θέσεις χρηματοδότησης

και ρευστότητας των τραπεζών, καθώς και την έκθεσή τους σε τίτλους σταθερού εισοδήματος.

Δεδομένης της αστάθειας που προκλήθηκε από τα γεγονότα στις ΗΠΑ και την Ελβετία, η ταχύτητα των αυξήσεων των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες θα μπορούσε να μειωθεί στο μέλλον. Βλέπουμε θετικά τις έγκαιρες παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών ΗΠΑ και Ελβετίας για παροχή ρευστότητας και υποστήριξης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, προκειμένου να μην προκληθεί σημαντική μετάδοση αλλού.

Σε ό,τι αφορά τις ελληνικές τράπεζες, τις είδαμε να αναφέρουν βελτιωμένα επίπεδα καθαρής κερδοφορίας το 2022, έπειτα από χρόνια αναδιάρθρωσης και προκλήσεων όπως η COVID-19. Αυτό οφείλεται κυρίως στη θετική δυναμική των εσόδων σε όλες τις ροές, στον έλεγχο του κόστους παρά τις πληθωριστικές πιέσεις και στους καθαρότερους ισολογισμούς. Η ταχύτερη ανατιμολόγηση των δανείων, απ’ ό,τι στις καταθέσεις, έχει συμβάλει στην αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους μέχρι σήμερα. Ωστόσο, τυχόν περαιτέρω οφέλη θα περιοριστούν λόγω του υψηλότερου κόστους χρηματοδότησης. Η συνεχιζόμενη μείωση κινδύνου, σε συνδυασμό με τον περιορισμένο σχηματισμό νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και τη διαρκή δημιουργία νέων δανείων, συνέβαλαν στη βελτίωση των μετρήσεων ποιότητας του ενεργητικού το 2022. Οι άφθονες, αυξανόμενες και ως επί το πλείστον λεπτομερείς καταθετικές βάσεις τους παρέχουν στις ελληνικές τράπεζες ένα μάλλον σταθερό, αν και μέτρια διαφοροποιημένο, μείγμα χρηματοδότησης. Η ρευστότητα ήταν υγιής στο τέλος του 2022 και η κεφαλαιοποίηση βελτιώθηκε μετά την προηγούμενη επίδραση της αποδέσμευσης κινδύνου. Τα κεφαλαιακά αποθέματα είναι επαρκή για την απορρόφηση των μη πραγματοποιηθεισών απωλειών από τίτλους σταθερού εισοδήματος σε αποσβεσμένο κόστος κατά μέσο όρο, σε περίπτωση που αυτά πραγματοποιηθούν λόγω οποιασδήποτε πίεσης χρηματοδότησης και ρευστότητας μετά τα πρόσφατα γεγονότα στις ΗΠΑ και την Ελβετία.

Οι τράπεζες έχουν βελτιωμένα επίπεδα καθαρής κερδοφορίας το 2022, έπειτα από χρόνια αναδιάρθρωσης και προκλήσεων, όπως η COVID-19.

ΔΙΕΘΝΗ

el-gr

2023-03-24T07:00:00.0000000Z

2023-03-24T07:00:00.0000000Z

https://kathimerini.pressreader.com/article/281655374321410

Kathimerini Digital