Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ePaper

Ο MW Mark Andrew

Μιλάει για όλα αυτά που του λέει το κρασί.

Συνέντευξη — ΝΕΝΑ ΗΜΗΤΡΙΟΥ εικονογράφηση — ΑΝΝΑ ΤΖΩΡΤΖΗ

Υπ’ ατμόν με το άνοιγμα του τρίτου εστιατορίου του, με τις ετοιμασίες της εκτύπωσης του νέου τεύχους Noble Rot, λίγες ημέρες πριν από μια μεγάλη γευσιγνωσία της εταιρείας εισαγωγής του, Keeling Andrew & Cο., και ένα φανταστικό πάρτι για τους συνεργάτες του, ο Mark Andrew MW βρίσκει λίγο χρόνο για να μας απαντήσει τι είναι αυτά που του λέει το κρασί και μιλούν στην καρδιά του.

Πώς ξεκίνησε η αγάπη σου για το κρασί;

Λοιπόν, δεν είχα δοκιμάσει μέχρι τα 24. Συνήθως όλο και κάπου θα σου προσφέρουν ένα ποτήρι σαμπάνια, αλλά δεν έτυχε να πιω ποτέ, αν και γενικά δεν μπορώ να πω ότι δεν έπινα αλκοόλ. Άλλωστε είμαι από τη Βρετανία και εκεί είμαστε κάπως συνηθισμένοι. Μεγάλωσα στο Μάντσεστερ, χωρίς φύση τριγύρω, πόσω μάλλον αμπέλια. Το κρασί δεν ήταν κάτι που παραδοσιακά θα πίναμε στο σπίτι, προέρχομαι από οικογένεια της εργατικής τάξης. Όμως ο πατέρας μου, που είναι ένας άνθρωπος πετυχημένος –και είμαι πολύ περήφανος γι’ αυτόν–, αν και ανήκε στην εργατική τάξη, με τον καιρό άρχισε να εκτίθεται σε νέα πράγματα. Απέκτησε ενδιαφέρον για το κρασί κι ένα βράδυ στο δείπνο, καθώς τρώγαμε μπριζόλες, μου είπε: «Έλα, πιες ένα ποτήρι μαζί μου». Τελειώσαμε το πρώτο μπουκάλι και πήγα να φέρω ένα ακόμη – μη φανταστείτε ότι είχε κανένα κελάρι, ένα ράφι ήταν με μερικά μπουκάλια. Κοίταξα τις φιάλες και μια ετικέτα είχε τα ίδια γράμματα με αυτό που πίναμε πριν: έγραφε Rioja. Η ποιότητα του δεύτερου κρασιού ήταν υποδεέστερη. Ένα φαινομενικά ίδιο πράγμα ήταν τελικά διαφορετικό. Αυτή η στιγμή μού άνοιξε τα μάτια, άναψε μια φλόγα μέσα μου. Μετακόμισα στο Λονδίνο και ξεκίνησα να δουλεύω στην εστίαση, σε μια gastro-pub. Ήμουν ένας από τους μετρ στο μαγαζί, οι ιδιοκτήτες μού ζητούσαν να πηγαίνω σε γευσιγνωσίες και να διαλέγω τα κρασιά για το μενού. Μέσα σε λίγους μήνες είχα αποφασίσει ότι θα άλλαζα τη ζωή μου για να αφοσιωθώ πλήρως σε αυτό.

Πώς από την gastro-pub φτάσαμε σε ένα παγκόσμιο περιοδικό και τρία wine restaurants;

Μετά από λίγο καιρό γνώρισα τη γυναίκα μου, έπιασα άλλη δουλειά σε κάβα μεγάλης εταιρείας και γνώρισα τον Dan Keeling, τότε γενικό διευθυντή της Island Records (σ.σ. θυγατρική της Universal Records). Αρχίσαμε να κάνουμε παρέα. Ο Dan αποφάσισε ότι ήθελε να φύγει από τη μουσική βιομηχανία, και μετά από συζητήσεις το 2013 βγάλαμε το πρώτο Noble Rot. Δεν υπήρχε τίποτα στα media που να μας εκφράζει. να μιλάει στη γλώσσα μας. Παντού κυριαρχούσε μια παλιά προσέγγιση, ένα παλιό λεξιλόγιο που απευθυνόταν σε συγκεκριμένο κοινό, όχι σ’ εμάς. Μαζέψαμε αυθεντικές φωνές και τυπώσαμε χίλια αντίτυπα. Είχαμε θερμή υποδοχή και στο δεύτερο τεύχος ξεκινήσαμε μια καμπάνια στο Kickstarter – με εντεκάμισι χιλιάδες λίρες τυπώσαμε τα επόμενα. Έπρεπε να βρούμε μια λύση για να βγαίνουν τα έξοδα του περιοδικού, καθώς δεν θέλαμε να έχουμε διαφημίσεις. Ακόμα δεν έχουμε. Υπήρχε χώρος στην εστίαση για διαφορετικά πράγματα σχετικά με το κρασί. Ήμασταν

σε μια φάση που βγαίναμε έξω και παίρναμε μαζί μας το δικό μας κρασί, για να μπορούμε να πίνουμε αυτά που θέλαμε. Είπαμε, γιατί να μην ανοίξουμε ένα wine bar, ένα μέρος να πίνουμε τα κρασιά που αγαπάμε; Βρήκαμε λοιπόν έναν παλιό χώρο, βρήκαμε και σεφ, και πριν το καταλάβουμε είχαμε εστιατόριο, το πρώτο Noble Rot, στο Bloomsbury.

Έκτοτε δοκιμάζετε πάρα πολλά κρασιά. Ποια είναι τα κριτήρια για να βάλετε μια ετικέτα στη λίστα των εστιατορίων;

Πουλάμε μόνο κρασιά στα οποία πιστεύουμε, όσα αγαπάμε. Και με όλο τον σεβασμό προς τους πελάτες μας, ποτέ δεν μας ένοιαξε αν αρέσουν σε όλους ή όχι. Για παράδειγμα, δεν έχουμε σερβίρει Sauvignon Blanc, γιατί ποτέ δεν βρήκαμε ένα που να μας αρέσει. Δεν έχουμε πουλήσει εμπορικά κρασιά, επειδή δεν μας μιλάνε. Από την άποψη της λίστας, το ήθος του Noble Rot ήταν πάντα η αυθεντικότητα. Έχουμε ετικέτες που μιλούν για τον τόπο από τον οποίο προέρχονται, φτιάχνονται από καλλιτέχνες και όχι από μεγάλες εταιρείες. Πιστεύουμε στους ανθρώπους. Σε κρασιά που ό,τι λένε έχει νόημα. Φτιάχνουμε τη λίστα μας έτσι ώστε να αντικατοπτρίζει αυτές τις πεποιθήσεις. Κάτι θεμελιώδες είναι τα παλιά, ώριμα κρασιά. Θέλουμε να έχουμε κρασιά καινούργια και συναρπαστικά, αλλά θέλουμε και παλιά – έχουμε από το Μπορντό από τη δεκαετία του ’50 μέχρι και του ’80.

Θυμάστε την παλαιότερη ετικέτα σας;

Έχουμε πουλήσει Madeira από το 1800 κάτι. Κάποια είναι πραγματικά ακραίες περιπτώσεις. Έχουμε πολλά παλιά Μπορντό, Βουργουνδίες, Πιεμόντε. Οι λίστες αλλάζουν συνέχεια και διαρκώς μιλάμε με συλλέκτες ή αγοράζουμε από δημοπρασίες. Ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της δουλειάς μας είναι να γυρίζουμε την Ευρώπη για να βρούμε παλιά κρασιά.

«Πουλάμε μόνο κρασιά στα οποία πιστεύουμε, όσα αγαπάμε. Και με όλο τον σεβασμό προς τους πελάτες μας, ποτέ δεν μας ένοιαξε αν αρέσουν σε όλους ή όχι».

Τι σκέφτεστε για τις τάσεις; Όλη η συζήτηση που έχει ανοίξει σχετικά με τα ήπιας οινοποίησης κρασιά οδηγεί τελικά τους καταναλωτές στο να γυρίζουν την πλάτη τους σε ήδη καθιερωμένες ετικέτες;

Νομίζω ότι είναι απολύτως λογικό. Συμβαίνει στο φαγητό, στον καφέ, στη μουσική. Πόσοι άνθρωποι στην Ελλάδα ακούν αυτή την εποχή Ντέμη Ρούσσο; Όσοι άκουγαν και παλιότερα; Με την πάροδο του χρόνου, κάτι γίνεται κατεστημένο και προκύπτει τότε ένα νέο πράγμα. Η Καμπανία είναι ένα καλό παράδειγμα. Μέχρι πρόσφατα κυριαρχούνταν από τα μεγάλα εμπορικά σήματα, τη Moët και το Bollinger. Τώρα όμως η προσοχή έχει στραφεί στους growers, οι οποίοι έφεραν διαφορετικές μεθόδους, έδωσαν έμφαση στα single vineyards. Όπου κι αν κοιτάξετε, είτε πρόκειται για μια παραδοσιακή περιοχή είτε για ένα ανερχόμενο σημείο, υπάρχουν νέες ιδέες – μπορείτε να τις πείτε τάσεις, αλλά προτιμώ να τις σκέφτομαι ως ιδέες. Η μέρα που θα σταματήσουν να γεννιούνται νέες ιδέες θα είναι μια κακή μέρα. Οπότε, εγώ πιστεύω ότι συμβαίνει κατι υπέροχο.

Πόσο έχει αλλάξει ο κόσμος του κρασιού από τότε που αρχίσατε να ασχολείστε με αυτή τη βιομηχανία;

Η πρώτη αλλαγή είναι η αυξανόμενη συμμετοχή των γυναικών στον κλάδο. Αν κοιτάξετε μια εταιρεία όπως η δική μας, θα δείτε γυναίκες από γενικές διευθύντριες μέχρι επικεφαλής σομελιέ και βοηθούς. Αυτό δεν είναι σκόπιμο. Απλώς, όποιος είναι αρκετά καλός έχει την ευκαιρία να συμμετέχει. Μερικά παραδείγματα είναι η Paisley, η Valis, η Farrow. Η Paisley (σ.σ. Tara Kennett, σήμερα head sommelier του αθηναϊκού Pharaoh, ξεκίνησε στο Noble Rot) είναι κομμάτι της ιστορίας μας. Έχει γίνει μεγάλη πρόοδος τόσο στη Γαλλία όσο και σε άλλα μέρη.

Κάτι άλλο που έχει αλλάξει είναι η επιρροή των κριτικών κρασιού. Όταν ξεκίνησα να δουλεύω, ο Robert Parker ήταν παντοδύναμος. Όχι στις συνοικιακές κάβες, αλλά στον κόσμο του καλού κρασιού, όπου εργαζόμουν. Οτιδήποτε λεγόταν για το Μπορντό ήταν πάντα μέσα από το πρίσμα του Parker. Οι άνθρωποι έρχονταν στο μαγαζί όπου δούλευα και έλεγαν «θέλω αυτό του 2000, γιατί πήρε 95 πόντους». Εγώ τους απαντούσα ότι δεν έχουμε του 2000, αλλά έχουμε του 1996, που είναι πολύ καλύτερο. Αλλά εκείνοι έλεγαν «όχι, θέλω του 2000, γιατί το βαθμολόγησε υψηλά ο Parker». Δεν ήταν μόνο ο Robert Parker, αλλά και ο Neil Martin, η Jansis Robinson.

Σέβομαι πολύ ανθρώπους όπως η Jansis ή ο Neil. Όμως, νομίζω ότι η εποχή έχει αλλάξει. Τα σόσιαλ

«Κάτι που έχει αλλάξει είναι η επιρροή των κριτικών κρασιού. Όταν ξεκίνησα να εργάζομαι, ο Robert Parker ήταν παντοδύναμος».

μίντια έπαιξαν πολύ μεγάλο ρόλο σε αυτό, το να απομακρυνθούμε από τους «γκουρού» και να μετακινηθούμε πιο πολύ στον κόσμο των ιδεών. Το φυσικό κρασί είναι, εννοείται, μία από αυτές τις ιδέες. Αυτό που μετράει πια είναι οι χειροποίητες μέθοδοι, οι γηγενείς ποικιλίες, ο μικρός όγκος παραγωγής. Υπάρχει σήμερα η αγάπη και ο σεβασμός για τη γη. Το έδαφος πλέον έχει μεγάλη σημασία. Όχι πολύ παλιότερα, οι άνθρωποι έλεγαν: «Καλά, δεν με ενδιαφέρει το έδαφος. Με νοιάζει μόνο η γεύση του κρασιού. Είναι νόστιμο;». Η γεύση όμως είναι στην κρίση του καθενός. Αυτό που έχει ενδιαφέρον τελευταία είναι η μετατόπιση από την ομογενοποίηση στη δόξα του μικρού, του αυθεντικού, του αληθινού, του τοπικού.

Τι κρασί πίνει η γενιά Ζ; Ενδιαφέρεται για το κρασί και πώς μπορεί να μάθει να το εκτιμά; Ποιες είναι οι σκέψεις σας;

Λοιπόν, έχω διάφορες σκέψεις. Η πρώτη είναι: Και τι έγινε αν δεν πίνει; Εγώ, όπως είπα, δεν έπινα κρασί μέχρι τα 24. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να τους μιλήσουμε με τους όρους τους. Θέλω να πιστεύω ότι έχουμε εξελιχθεί ώστε να γίνουμε επίκαιροι. Αν θέλουμε να τους εμπλέξουμε με το κρασί, τότε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι πολύ σημαντικά, επειδή από εκεί παίρνουν τα περισσότερα ερεθίσματα. Η ορολογία και η ελιτίστικη γλώσσα του κρασιού δεν θα μας οδηγήσουν εκεί που πρέπει να φτάσουμε.

Έχουμε μια φράση στα αγγλικά, «μην πετάτε το μωρό μαζί με το νερό της μπανιέρας» (Don’t throw the baby out with the bathwater). Tο κρασί είναι μαγικό, πολύπλοκο, είναι σταυροδρόμι ιστορίας, γαστρονομίας, πολιτισμού, φιλοσοφίας. Αισθάνομαι ότι πολλοί άνθρωποι που ασχολούνται υπερβολικά με το πώς θα προσελκύσουμε την Gen Z μιλούν για την απομυθοποίηση του κρασιού και τελικά καταστρέφουν αυτό που κάνει το κρασί κάτι όμορφο εξαρχής.

Σε μια συνέντευξη που έκανα με τον Έρικ Ασίμοφ, έλεγε ότι, αν μιλήσεις για το κρασί σε ανθρώπους που ξέρουν να το απολαμβάνουν, με απλές λέξεις, αν μιλήσεις για τη μαγεία, δεν χρειάζεσαι νότες ή οξύτητες.

Θεωρώ πως η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που κάνουν τις τεχνικές συζητήσεις δεν καταλαβαίνουν καν για τι πράγμα μιλάνε. Για να μπορέσεις να εκτιμήσεις τη διαφορά μεταξύ, ας πούμε, Pinot A και Pinot B, δεν χρειάζεται να ξέρεις αν το Pinot A ήταν ψυχρής εκχύλισης και το Pinot B είχε υψηλή θερμοκρασία ζύμωσης, μεταξύ 32 και 34 βαθμών. Δεν έχει σημασία στο 99,9% των συζητήσεων για το κρασί. Αυτά είναι ανοησίες. Υπάρχει τόση προσποίηση και τόση επιφανειακή γνώση. Το φυσικό κρασί έχει προσπεράσει πολλά από αυτά τα εμπόδια, δείχνει ότι κάποιος μπορεί να χαλαρώσει, ότι δεν χρειάζεται να σκέφτεται με τον παραπάνω τρόπο, ότι απλώς μπορεί να μάθει με τον καιρό. Δεν χρειάζεται κάποιος να είναι ανοσολόγος για να το εκτιμήσει.

Σας αρέσουν τα φυσικά κρασιά;

Ναι, όμως θέλω να ξεκαθαρίσω κάτι. Δεν είμαστε ένα περιοδικό για το φυσικό κρασί και δεν έχουμε εστιατόρια με φυσικά κρασιά. Πιστεύουμε σε πολλά από τα κρασιά που θεωρούνται φυσικά. Αλλά το φυσικό κρασί δεν αρκεί να είναι απλώς φυσικό. Πρέπει να υπάρχει μια ορισμένη ικανότητα και ένα ελάχιστο επίπεδο ποιότητας. Υπάρχουν πολλά φυσικά κρασιά που δεν ανταποκρίνονται στα ελάχιστα πρότυπα που θα περίμενα. Και, δυστυχώς, νομίζω ότι στην Ελλάδα, τόπος που βρίσκεται πιο κοντά στην καρδιά μου από όλες τις χώρες του κόσμου, υπάρχουν πολλά κρασιά που έχουν δρόμο να διανύσουν μέχρι να τα θεωρήσω σπουδαία ή, ορισμένες φορές, κρασιά που απλώς πίνονται.

«Αυτό που έχει ενδιαφέρον τελευταία είναι η μετατόπιση από την ομογενοποίηση στη δόξα του μικρού, του αυθεντικού, του αληθινού, του τοπικού».

Πέρα από αυτές τις περιπτώσεις, όμως, πώς σας φαίνεται το ελληνικό κρασί;

Μου αρέσει. Το αγαπώ. Είμαι τεράστιος θαυμαστής. Αλλά τα πράγματα που μου αρέσουν στο ελληνικό κρασί δεν είναι τα ευρέως διαδεδομένα. Πιστεύω στην αυθεντική παραγωγή κρασιού, στη βιώσιμη αμπελουργία, στις γηγενείς, σπουδαίες ποικιλίες. Μερικοί τόποι είναι πιο ξεχωριστοί από άλλους, και νομίζω ότι η Ελλάδα, μαζί με την Ισπανία, είναι ένα από τα πιο ξεχωριστά μέρη στον πλανήτη όσον αφορά το τι έχει να συνεισφέρει στο κρασί. Ωστόσο, το ελληνικό κρασί είναι ένα έργο σε εξέλιξη. Νομίζω ότι οι παραγωγοί πρέπει να συνεχίσουν να αγκαλιάζουν τη δική τους κληρονομιά, τις μεγάλες ποικιλίες και τη δική τους ποικιλομορφία terroir και σταφυλιών.

Νομίζω επίσης ότι η Ελλάδα πρέπει να αποκτήσει περισσότερη αυτοπεποίθηση, να πιστέψει ότι αυτό που διαθέτει είναι ένα προϊόν παγκόσμιας κλάσης, αρκεί να καταλάβετε πώς να δουλέψετε με αυτόν τον θησαυρό.

Πιστεύετε ότι οι Έλληνες οινοποιοί θα πρέπει να χτίσουν πάνω σε αυτόν τον γηγενή πλούτο αντί να παράγουν Merlot και Chardonnay, σωστά;

Εκατό τοις εκατό. Θέλω να πω, προσωπικά δεν με ενδιαφέρει το ελληνικό Merlot ούτε στο ελάχιστο. Eίναι εύκολο να το λέω γιατί, αν θέλω να πιω Merlot, μπορώ να πάω κάτω τώρα και να ανοίξω ένα μπουκάλι από το Μπορντό. Αν θέλω να πιω Chardonnay, επίσης. Είναι εύκολο να μιλάς γι’ αυτό σε ένα διεθνές πλαίσιο, όταν βρίσκεσαι σε μια θέση όπως εγώ. Αν ζείτε στην Πρέβεζα και θέλετε να πιείτε Chardonnay απόψε, τότε ίσως δεν είναι τόσο εύκολο να αγοράσετε ένα ωραίο μπουκάλι Βουργουνδίας από κάποιο τοπικό κατάστημα. Οπότε, τα ελληνικά Chardonnay και τα ελληνικά Merlot έχουν να παίξουν έναν ρόλο στις ανάγκες της αγοράς. Το καταλαβαίνω ως επιχειρηματίας. Ωστόσο, η ευρύτερη συζήτηση για το ελληνικό κρασί, τι αντιπροσωπεύει, ποιες είναι οι δυνατότητές του και γιατί ο κόσμος πρέπει να ενδιαφέρεται γι’ αυτό πρέπει να επικεντρωθεί στις γηγενείς ποικιλίες. Πρέπει να ενδιαφέρεται για τις περιοχές, τα σταφύλια και τους ανθρώπους που καθιστούν το ελληνικό κρασί μοναδικό και ιδιαίτερο. Γι’ αυτό με ενδιαφέρει η Ελλάδα.

Θα μπορούσατε να μας αποκαλύψετε τα αγαπημένα σας ελληνικά;

Τα κρασιά αλλάζουν από σοδειά σε σοδειά, αλλά όσον αφορά τους παραγωγούς, αγαπώ πολλούς. Ένα είναι το οινοποιείο του Τετράμυθου. Πρόκειται για μερικά από τα κρασιά με την καλύτερη τιμή στον πλανήτη. Με εκπλήσσει η ποιότητα που προσφέρουν για τις τιμές τους – είναι απλώς φανταστικά. Ο Σκλάβος είναι ένας απίθανος οινοποιός, και η Κεφαλονιά επίσης είναι ένα απίθανο μέρος, με πολλαπλές δυνατότητες. Και δεν είναι μόνο ο Σκλάβος. Μου αρέσουν πολύ και ο Πετρακόπουλος και ο Σαρρής. Ο Οικονόμου νομίζω ότι είναι ένας από τους καλύτερους οινοποιούς στην Ευρώπη. Είναι ένας θησαυρός του ελληνικού οίνου και, σύμφωνα με την εμπειρία μου, πιο πολύ τον έχουν εκτιμήσει στη Νέα Υόρκη ή στο Λονδίνο παρά στην Ελλάδα. Αυτό αρχίζει να αλλάζει τώρα, και με την επίμονη δουλειά που έχουν κάνει στην ομάδα του Mr. Vertigo ως διανομείς. Από το παράδειγμα του Οικονόμου πολλοί οινοπαραγωγοί στην Ελλάδα θα μπορούσαν να διδαχτούν. Στην Κρήτη

υπάρχει επίσης η Ηλιάνα Μαλίχιν, που κάνει κρασιά με πολύ σύγχρονο τρόπο, εστιάζοντας στην ιστορία του τόπου. Παρ’ όλη τη ζημιά με τις καταστροφικές πυρκαγιές, δεν απομακρύνθηκε από τον στόχο της, την αναγέννηση των αρχαίων αμπελιών.

Στα βόρεια, θα έλεγα ότι κάποιος σαν τον Απόστολο Θυμιόπουλο κάνει παρόμοια δουλειά, και προφανώς έχει θέσει τον πήχη για το ελληνικό κρασί, που συζητείται σε διεθνές πλαίσιο. Εκπροσωπεί πολύ καλά το ελληνικό κρασί στο εξωτερικό και είναι έμπνευση για άλλους οινοπαραγωγούς. Αγαπημένα μου κρασιά από το Ξινόμαυρο είναι και του Κωστή Δαλαμάρα, προφανώς ο Παλιοκαλιάς, αλλά και η απλή του Νάουσα, και βέβαια το Vieilles Vignes, το οποίο θεωρώ το καλύτερο ερυθρό στην Ελλάδα.

Δεν μπορώ να μην αναφέρω τον Χαρίδημο Χατζηδάκη, ήταν μια απίστευτα σημαντική προσωπικότητα στο ελληνικό κρασί – ένα πρόσωπο που έχω στην καρδιά μου. Η οικογένειά του νομίζω ότι κάνει υπέροχη δουλειά συνεχίζοντας την κληρονομιά του και εξακολουθεί να παράγει κρασιά που για μένα αντιπροσωπεύουν τη Σαντορίνη με τον πιο ξεκάθαρο και αγνό τρόπο. Υπάρχουν και άλλα καλά οινοποιεία στη Σαντορίνη. Σέβομαι πολύ την καθαρότητα των κρασιών που φτιάχνονται στο οινοποιείο του Αργυρού και του Καραμολέγκου, καθώς και σε άλλα στο νησί, όπως ο Σπύρος του Akra Chryssos. Αλλά για μένα όλα ξεκινούν από τον Χατζηδάκη.

Επίσης, δεν μπορώ να μην αναφέρω τον Ζαφειράκη, επειδή είμαι ενθουσιασμένος με τη Λημνιώνα. Νομίζω ότι μπορεί κάλλιστα να αποδειχθεί μια συναρπαστική ποικιλία για την Ελλάδα. Τα κρασιά του εξηγούν τι μπορεί να επιτευχθεί με μεγάλες ποικιλίες, για τις οποίες κανείς δεν μιλούσε μέχρι πριν από λίγο.

Ένας άλλος άνθρωπος που θέλω να αναφέρω είναι ο Νίκος Καρατζάς. Έχει φρέσκια ματιά αλλά και απόλυτη κατανόηση του τεχνικού υπόβαθρου ενός κρασιού, ώστε να μπορεί να εξυμνήσει μια μεγάλη ποικιλία και τον τόπο παραγωγής. Νομίζω ότι η Ελλάδα θα επωφεληθεί από μια γενιά οινοποιών όπως ο Νίκος.

«Η συζήτηση για το ελληνικό κρασί, τι αντιπροσωπεύει και γιατί πρέπει να ενδιαφερόμαστε γι’ αυτό, πρέπει να επικεντρωθεί στις γηγενείς ποικιλίες».

Editorial

el-gr

2023-06-03T07:00:00.0000000Z

2023-06-03T07:00:00.0000000Z

https://kathimerini.pressreader.com/article/281938842293836

Kathimerini Digital