Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ePaper

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΕΝΑΝ MASTER BLENDER

Από τη — ΝΕΝΑ ΗΜΗΤΡΙΟΥ

ΓΙΑΝΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

Τα κρασιά του γίνονται ανάρπαστα άμα τη εμφανίσει στην αγορά.

Γιατί λοιπόν εκείνος μειώνει την παραγωγή χρόνο με τον χρόνο;

«ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΡΕΠΕΙ να αρχίσουν να σκέφτονται για ποιον λόγο ο Οικονόμου έχει απασχολήσει τόσο πολύ τον κόσμο του κρασιού στο εξωτερικό», μου είπε ο Master of Wine Mark Andrew στο κλείσιμο της συνέντευξής μας (βλ. σελίδα 36), και δεν θα μπορούσα να σκεφτώ καλύτερη εισαγωγή για να ξεκινήσω να γράφω για τον εξέχοντα παραγωγό της Σητείας.

Τον συνάντησα πριν από λίγους μήνες στο βασίλειό του, στο τέρμα του κόσμου. υόμισι ώρες οδήγηση από το αεροδρόμιο του Ηρακλείου, τα τελευταία χιλιόμετρα με φιδογυριστές στροφές και τοπία με ξερολιθιές, μέχρι να δω για πρώτη φορά τη Ζίρο. Το σπίτι, που είναι σήμερα οινοποιείο, ανήκει για αιώνες στην οικογένειά του. Στα πόδια μας τριγύριζαν γατάκια, τα πρώτα μπουμπούκια στα λουλούδια της αυλής είχαν σκάσει. Ο ενθουσιασμός μου που έφτασα μέχρι εδώ, στο Domaine Economou, δεν με αφήνει να συγκεντρωθώ στη συνέντευξη. εν θα το καταλάβω, παρά μέρες αργότερα, πως στην πραγματικότητα δεν μου έχει απαντήσει ολοκληρωμένα σε καμία ερώτηση, όχι σκόπιμα, αλλά επειδή, για να μιλήσει για τη δουλειά του, όλο κάτι μου φέρνει να δοκιμάσω και διακόπτεται η ροή. Μιλάμε για τα αμπέλια της Σητείας, η κουβέντα ξεκινά από τον Μεσαίωνα και ο Οικονόμου αρχίζει μια διήγηση για το Λιάτικο, με το οποίο έχει καταπιαστεί από τους πρώτους και το εμφιαλώνει ως μονοποικιλιακό από το 1994, επιστρέφοντας από την Ιταλία και τη Γαλλία.

Πριν ασχοληθεί με το Λιάτικο, είχε σπουδάσει οινολογία στην Άλμπα και είχε μάθει από πρώτο χέρι πώς γίνονται τα μεγάλα κόκκινα κρασιά, καθώς, μεταξύ άλλων, εργάστηκε στο θρυλικό Châteaux Margaux του Μπορντό, αλλά και στο σπουδαίο Ceretto στο Μπαρόλο. Την ώρα που στην Ελλάδα οι οινοπαραγωγοί φύτευαν γαλλικές και άλλες ξενικές ποικιλίες, ο Οικονόμου εμφιάλωνε το Λιάτικο, μια ποικιλία που, για τους Κρήτες κρασάδες τότε, έβγαζε υποδεέστερο κρασί. Το κράτησε δύο χρόνια πριν το πουλήσει για πρώτη φορά, το 1996. Μέχρι και σήμερα, η μεγαλύτερη ποσότητα της παραγωγής του εξάγεται. Η φήμη του έκανε μεγάλους οινοκριτικούς, buyers και εξαγωγείς να αναζητήσουν τη Σητεία στον χάρτη και να τη μαρκάρουν.

Φέρνει, πίνουμε, συζητάμε. Ο ίδιος έχει σταματήσει να αναγράφει στην ετικέτα του Λιάτικου «ΠΟΠ Σητεία», καθώς δεν πιστεύει τόσο στις νόρμες και στο terroir, όσο στο τι μπορεί να κάνει ο κάθε άνθρωπος στο εκάστοτε μέρος. Από μικρούς κλήρους μέχρι 700 μ. υψόμετρο, παράγει από μεγάλης ηλικίας αυτόρριζους και βιολογικούς αμπελώνες από 10.000 έως 25.000 φιάλες κρασί – όχι κάθε χρόνο. Το πιο φρέσκο που έχει βγάλει ποτέ είναι το Μιραμπέλο του 2015, που κυκλοφόρησε

Την ώρα που στην Ελλάδα οι παραγωγοί φύτευαν γαλλικές και άλλες ξενικές ποικιλίες, ο Οικονόμου εμφιάλωνε Λιάτικο.

τον Δεκέμβριο του 2021. «Επιλέγω πολύ τι θα εμφιαλώσω και γι’ αυτό κάνω όλο και λιγότερο κρασί, δεν θυσιάζω τις σοδειές μου στον βωμό του μέσου όρου», μου είχε πει σε τηλεφωνική μας συνέντευξη παλαιότερα.

Δοκιμάζουμε τα Ασύρτικα, ποικιλία από την οποία έχει βγάλει μερικά σπουδαία λευκά. Δεν προλαβαίνω να ρωτήσω πολλά, «έχω και λιγότερο οξειδωτικό, αλλά με περισσότερο βαρέλι». Σηκώνεται και πάει να το φέρει. Περισσότερο βαρέλι, λιγότερο βαρέλι, περισσότερη ορυκτότητα, πιο μακρά επίγευση. Δεν γίνεται να το ξεχάσεις αυτό το κρασί. Μου θυμίζει κάποια παλαιότερα σαντορινιά του Χαρίδημου Χατζηδάκη, πίνω και συγκινούμαι. Σκέφτομαι πως οι δυο τους είναι οινοποιοί από την ίδια πάστα, υπάρχει εδώ μια εκλεκτική συγγένεια και κοινό ήθος προς το αμπέλι, το κρασί. Ο Οικονόμου, όπως έλεγε και ο Χατζηδάκης, λέει πως κάνει κρασί, δεν το αποκαλεί ούτε φυσικό ούτε βιολογικό, κι ας είναι οργανική η πρώτη ύλη του. Κάνει το δικό του, μοναδικό κρασί, που κανείς δεν μπορεί να κοπιάρει ούτε και να το λησμονήσει.

Με σπουδαία κρητικά κρασιά στα ποτήρια μας –από φρέσκα (διετίας, που δεν τα θεωρεί έτοιμα) μέχρι πολύ εξελιγμένα γλυκά, που μοιάζουν με βελούδινα σιρόπια, με οξύτητα η οποία δεν φανερώνει την αληθινή ηλικία τους– περάσαμε μια μέρα μιλώντας για την Κρήτη της Ενετοκρατίας και τον κατακερματισμένο αμπελώνα του οροπεδίου, τις μόδες στο κρασί, μέχρι και για τον Robert Parker και τις μηχανές δρόμου που κινούνται σαν διάβολοι, με τελική τα 300 χλμ.

Στον χώρο παραγωγής, βίδες και μεταλλικοί λαιμοί, μοτέρ, γαλλικά κλειδιά και πολύμετρα μου συστήνουν τον μηχανολόγο Οικονόμου. Έχει μανία με τις μηχανές κάθε είδους και τα εργαλεία, αγοράζει ένα σωρό παλιά μηχανήματα, τα λύνει και τα ξανασυναρμολογεί.

Τη γνώση του και τη δεξιοτεχνία που έχει σε κάθε λογής σύνθεση θεωρώ πως την εφαρμόζει και στο κρασί του. Δημιουργεί χαρμάνια, σαν να φτιάχνει από το μηδέν έναν τέλειο κινητήρα. Λίγη οξύτητα, λίγο βαρέλι, πολύ σώμα, περισσότερο φρούτο, λίγο από την ψυχή της Σητείας και λίγο από τον ήλιο και το οξυγόνο της. Κάθε κρασί του καταφέρνει να κινεί τα γρανάζια της γεύσης, αλλά και των συναισθημάτων, σε απόλυτο συγχρονισμό. Τα αφουγκράζεται πριν τα βγάλει στο ράφι, τα δοκιμάζει και περιμένει να τον συγκινήσουν για να πει πως είναι έτοιμα. Ο Οικονόμου, ένας αριστοτέχνης μηχανικός, είναι ο κορυφαίος master blender μας.

Αφιερωμα Κρητη

el-gr

2023-06-03T07:00:00.0000000Z

2023-06-03T07:00:00.0000000Z

https://kathimerini.pressreader.com/article/282183655429708

Kathimerini Digital