Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ePaper

Τη δεκαετία του ’50 η γερμανική κοινωνία δεν ήθελε να γνωρίζει

Η Σραμ δεν δίστασε σε ομιλία της προς τους κατοίκους του χωριού Κουστογέρακο στην Κρήτη να πει, για να επαινέσει τους ντόπιους, ότι «είναι παλικάρια – όπως ήταν και οι δικοί μας στρατιώτες» (σ. 128). Προηγουμένως διαβάζουμε στο αυτοβιογραφικό κείμενό της ότι έχοντας ήδη αποτύχει να εκτελέσουν τις γυναίκες και τα παιδιά(!) για να εμποδίσουν τη συνεργασία των ανδρών με τους Αγγλους «δεν υπήρχε άλλη λύση [για τους Γερμανούς] παρά να καταστρέψουν το Κουστογέρακο και δύο γειτονικά χωριά με Στούκας» (σ. 127). Με την ήρεμη φωνή της η Ειρήνη Βάζου προσπαθεί να με βοηθήσει να καταλάβω έναν άνθρωπο μιας άλλης εποχής, σε διαφορετικά συμφραζόμενα. Επιμένει στην προσπάθεια της Σραμ να μιλήσει με τους ανθρώπους, να καταλάβει τι χρειάζονται και πώς μπορεί να τους βοηθήσει πραγματικά. Σε άλλο σημείο εξηγεί: «[...] η αποπροσωποποίηση πραγματικών εγκλημάτων (από την πλευρά της γερμανικής πολιτικής), για τα οποία κανείς δεν ήθελε να γνωρίζει τους δράστες και μέσω της οποίας οι βιαιοπραγίες δεν ήταν παρά το έργο μιας τυφλής ειμαρμένης, εξυπηρετούσε την υποτίμηση της σημασίας των γεγονότων, τον εφησυχασμό και, τελικά, την αποστασιοποίηση από τα θύματα. Αυτή η αντίληψη ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ευρέως διαδεδομένη [...] Συνεπώς» –αυτό είναι πολύ σημαντική φράση νομίζω –«το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί ως μαρτυρία για το σκέπτεσθαι και τις αντιλήψεις που χαρακτήριζαν τη γερμανική κοινωνία κατά τη δεκαετία του ’50». Λέει η Βάζου: «Στην αριστοκρατική της οικογένεια είχε μάθει να αναλαμβάνει την ευθύνη για τους άλλους. Η προτεσταντική ηθική έπαιξε ουσιαστικό ρόλο: Τι κάνουμε εμείς για την κοινωνία ως χριστιανοί».

Ανάμεσα στις πολλές συγκλονιστικές σελίδες του βιβλίου συγκαταλέγεται το απόσπασμα στο οποίο η Σραμ, κατεβαίνοντας με τον οδοντωτό από τα Καλάβρυτα, αναζητώντας την αλήθεια από πρώτο χέρι, ανακαλεί από μνήμης ένα βιβλίο θρησκευτικού περιεχομένου. Σε αυτό η αδελφή της, «όταν βρισκόταν στη φυλακή στο Βερολίνο, είχε υπογραμμίσει απαλά με τα δεμένα της χέρια μερικές φράσεις, όπως: “Κουβαλώντας τον σταυρό έδωσες την αγάπη [...] Αναπαύεται στα χέρια των γυναικών. Κι αν κάτω απ’ τη βία του άνδρα που πρώτη αγάπη δεν ένιωσε ή ξέχασε [...] ταράζεται η τάξη, τότε η αγάπη πρέπει να ξεκινήσει από τις τελευταίες [τις γυναίκες] που τη γνωρίζουν... Θα είναι η μεγάλη ώρα της γυναίκας, που ο κόσμος περιμένει... [...]”. Αυτά τα λόγια», συνεχίζει η Σραμ, «με χτύπησαν σαν αστραπή κι ένιωσα ότι σε αυτά υπήρχε μια εντολή που μου δόθηκε. Στην πρώτη μου αίτηση προς το υπουργείο Εσωτερικών έγραφα: “Εμείς οι Γερμανοί εδώ να κάνουμε κάτι – και μάλιστα ειδικά εδώ”».

«Βεβαίως δρούσε ως γυναίκα και ήταν πολύ συνειδητό αυτό», επιβεβαιώνει η Βάζου, που δεν αρνείται ότι νιώθει γι’ αυτήν έναν θαυμασμό. Ιδίως για το πώς κουμαντάρει τα 33 αγόρια από τα Καλάβρυτα στη διάρκεια της ατέλειωτης διαδρομής με το τρένο για τη Γερμανία! «Είναι αγορομάνα», λέει η Βάζου. «Μεγάλωσε η ίδια τρεις γιους και αυτό παίζει τον ρόλο του».

Ενα από τα αγόρια, που θα καταφθάσει αργότερα από τα Καλάβρυτα, θα φιλοξενηθεί στο σπίτι της, στο Γκέτιγκεν. Προετοιμάζοντας τα ορφανά αγόρια των Καλαβρύτων για τη Γερμανία, η Σραμ τους έκανε μάθημα γερμανικών. Μια μέρα περπάτησε στα βουνά της περιοχής συνοδευόμενη από επτά νεαρούς. Διαπίστωσε ότι «ο λαός της ορεινής Πελοποννήσου παρέμενε ομηρικός. Το πρώτο και δυνατότερο ένστικτο είναι, όπως τότε, εκείνο του πολεμιστή και του κυνηγού». Και πιο κάτω σημειώνει: «Αυτοί οι ομηρικοί ήρωες θα μετατρέπονταν τώρα σε Γερμανούς εργάτες σε βιομηχανίες».

Η Σραμ παραμένει εξαίρεση. Ούτε το κράτος ούτε ο ιδιωτικός τομέας βοηθούν. Στην ερώτησή μας αν σήμερα η σιωπή εκείνη έχει σπάσει, η Βάζου απαντάει απερίφραστα: «Σίγουρα. Με διάφορους τρόπους. Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60 έγιναν οι δίκες του Αουσβιτς. Συζήτησαν στη Γερμανία γι’ αυτά τα πράγματα. Η νεολαία ρώτησε “τι έκανες στον πόλεμο, μπαμπά;”. Η άλλη μεγάλη αλλαγή ήταν το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Αναλήφθηκαν έκτοτε πολλές πρωτοβουλίες για να γίνουν γνωστά τα εγκλήματα της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα».

«Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60 έγιναν οι δίκες του Αουσβιτς. Συζήτησαν γι’ αυτά τα πράγματα. Η νεολαία ρώτησε “τι έκανες στον πόλεμο, μπαμπά;”».

ΤΈΧΝΕΣ & ΓΡΆΜΜΑΤΑ

el-gr

2023-11-19T08:00:00.0000000Z

2023-11-19T08:00:00.0000000Z

https://kathimerini.pressreader.com/article/282544433039356

Kathimerini Digital